ὑπεράλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperallomai
|Transliteration C=yperallomai
|Beta Code=u(pera/llomai
|Beta Code=u(pera/llomai
|Definition=<span class="bld">A</span> [[spring over]] or [[leap over]], or [[leap beyond]], c. gen., <b class="b3">αὐλῆς ὑπεράλμενον</b> (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., <b class="b3">πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο</b> (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.''An.''7.4.17, ''Eq.''8.4; <b class="b3">ὑ. πλοίων ἱστούς</b>, of [[dolphin]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''631a22; <b class="b3">τὰς μαχαίρας</b>, of sword-dancers, Phld.''Rh.''1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[leap to a high place]], [[LXX]] ''Si.''38.33.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[spring over]] or [[leap over]], or [[leap beyond]], [[overleap]], c. gen., <b class="b3">αὐλῆς ὑπεράλμενον</b> (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., <b class="b3">πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο</b> (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.''An.''7.4.17, ''Eq.''8.4; <b class="b3">ὑ. πλοίων ἱστούς</b>, of [[dolphin]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''631a22; <b class="b3">τὰς μαχαίρας</b>, of sword-dancers, Phld.''Rh.''1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[leap to a high place]], [[LXX]] ''Si.''38.33.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:31, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράλλομαι Medium diacritics: ὑπεράλλομαι Low diacritics: υπεράλλομαι Capitals: ΥΠΕΡΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperállomai Transliteration B: hyperallomai Transliteration C: yperallomai Beta Code: u(pera/llomai

English (LSJ)

A spring over or leap over, or leap beyond, overleap, c. gen., αὐλῆς ὑπεράλμενον (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.An.7.4.17, Eq.8.4; ὑ. πλοίων ἱστούς, of dolphins, Arist.HA631a22; τὰς μαχαίρας, of sword-dancers, Phld.Rh.1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b.
II metaph., leap to a high place, LXX Si.38.33.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. ao.2 ind. ὑπερᾶλτο, part. poét. ὑπεράλμενος, η, ον :
franchir d'un bond.
Étymologie: ὑπέρ, ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράλλομαι: (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηρῶ ὑπεράνωπέραν τινός, μετὰ γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· οὕτως ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, ἀναβαίνω ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).

English (Autenrieth)

aor. ὑπερᾶλτο, part. ὑπεράλμενον: leap or spring over, w. gen. or acc. (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ.
β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ.
θ. «ὑπεράλλομαι σκάνδαλα», Νείλ.)
μσν.
υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον
αρχ.
ανέρχομαι, καταλαμβάνω υψηλή θέση («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].

Greek Monotonic

ὑπεράλλομαι: αόρ. αʹ -ηλάμην· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ὑπερ-ᾶλτο, μτχ. -άλμενος· αποθ., πηδώ πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.

Middle Liddell

aor1 -ηλάμην syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο part. -άλμενος
Dep.:— to leap over or beyond, c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.