μητραγύρτης: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitragyrtis
|Transliteration C=mitragyrtis
|Beta Code=mhtragu/rths
|Beta Code=mhtragu/rths
|Definition=ου, ὁ, [[begging priest of Cybele]]: nickname of [[Callias]] (ὁ [[δᾳδοῦχος]]), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1405a20</span>; of [[Ptolemy]] [[Philopator]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>36</span>; title of play by [[Antiphanes]].
|Definition=μητραγύρτου, ὁ, [[begging priest of Cybele]]: nickname of [[Callias]] (ὁ [[δᾳδοῦχος]]), Arist.''Rh.''1405a20; of [[Ptolemy]] [[Philopator]], Plu.''Cleom.''36; title of play by [[Antiphanes]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀγείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητρᾰγύρτης:''' ου ὁ [[собирающий подаяния для богини Кибелы]], [[нищенствующий жрец]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρᾰγύρτης''': -ου, ὁ, ἐπαιτῶν ἱερεὺς τῆς Κυβέλης, τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, [[εἶδος]] ἐπαιτοῦντος [[μοναχοῦ]], Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 645· - ὁ Ἰφικράτης ἔδωκε τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο εἰς τὸν Καλλίαν, [[ὅστις]] ἦτο πράγματι Δᾳδοῦχος αὐτῆς, (ἴδε ἐν λέξει), Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10· - ὁ Ἀντιφάνης ἔγραφε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, καὶ μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] τὸ [[ῥῆμα]] μητραγυρτέω, ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 8, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 19.
|lstext='''μητρᾰγύρτης''': -ου, ὁ, ἐπαιτῶν ἱερεὺς τῆς Κυβέλης, τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, [[εἶδος]] ἐπαιτοῦντος [[μοναχοῦ]], Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 645· - ὁ Ἰφικράτης ἔδωκε τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο εἰς τὸν Καλλίαν, [[ὅστις]] ἦτο πράγματι Δᾳδοῦχος αὐτῆς, (ἴδε ἐν λέξει), Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10· - ὁ Ἀντιφάνης ἔγραφε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, καὶ μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] τὸ [[ῥῆμα]] μητραγυρτέω, ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 8, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 19.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀγείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μητραγύρτης]])<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μητραγύρτης</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αντιφάνους<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι μητραγύρτες</i><br />([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) περιπλανώμενοι ιερείς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη [[λατρεία]] της θεάς, διηγούνταν ιστορίες και ζητούσαν εισφορές γι' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀγύρτης]] «[[ζητιάνος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]]), [[πρβλ]]. <i>μην</i>-[[αγύρτης]]].
|mltxt=ο (Α [[μητραγύρτης]])<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μητραγύρτης</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αντιφάνους<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι μητραγύρτες</i><br />([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) περιπλανώμενοι ιερείς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη [[λατρεία]] της θεάς, διηγούνταν ιστορίες και ζητούσαν εισφορές γι' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀγύρτης]] «[[ζητιάνος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]]), [[πρβλ]]. [[μηναγύρτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητρᾰγύρτης:''' -ου, ὁ, ο [[ιερέας]] της Κυβέλης που επαιτεί, η [[Κυβέλη]], Μητέρα των θεών· ο Ιφικράτης έδωσε αυτό το όνομα στον Καλλία που ήταν [[πράγματι]] <i>Δᾳδοῦχος</i> τῆς Κυβέλης, σε Αριστ.
|lsmtext='''μητρᾰγύρτης:''' -ου, ὁ, ο [[ιερέας]] της Κυβέλης που επαιτεί, η [[Κυβέλη]], Μητέρα των θεών· ο Ιφικράτης έδωσε αυτό το όνομα στον Καλλία που ήταν [[πράγματι]] <i>Δᾳδοῦχος</i> τῆς Κυβέλης, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητρᾰγύρτης:''' ου ὁ собирающий подаяния для богини Кибелы, нищенствующий жрец Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[begging]] [[priest]] of [[Cybele]], the [[mother]] of the gods:—[[Iphicrates]] gave [[this]] [[name]] to [[Callias]], who was [[really]] her Δᾳδοῦχος, Arist.
|mdlsjtxt=a [[begging]] [[priest]] of [[Cybele]], the [[mother]] of the gods:—[[Iphicrates]] gave [[this]] [[name]] to [[Callias]], who was [[really]] her Δᾳδοῦχος, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρᾰγύρτης Medium diacritics: μητραγύρτης Low diacritics: μητραγύρτης Capitals: ΜΗΤΡΑΓΥΡΤΗΣ
Transliteration A: mētragýrtēs Transliteration B: mētragyrtēs Transliteration C: mitragyrtis Beta Code: mhtragu/rths

English (LSJ)

μητραγύρτου, ὁ, begging priest of Cybele: nickname of Callias (ὁ δᾳδοῦχος), Arist.Rh.1405a20; of Ptolemy Philopator, Plu.Cleom.36; title of play by Antiphanes.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.
Étymologie: μήτηρ, ἀγείρω.

Russian (Dvoretsky)

μητρᾰγύρτης: ου ὁ собирающий подаяния для богини Кибелы, нищенствующий жрец Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἐπαιτῶν ἱερεὺς τῆς Κυβέλης, τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, εἶδος ἐπαιτοῦντος μοναχοῦ, Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 645· - ὁ Ἰφικράτης ἔδωκε τὸ ὄνομα τοῦτο εἰς τὸν Καλλίαν, ὅστις ἦτο πράγματι Δᾳδοῦχος αὐτῆς, (ἴδε ἐν λέξει), Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10· - ὁ Ἀντιφάνης ἔγραφε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ μεταχειρίζεται ὡσαύτως τὸ ῥῆμα μητραγυρτέω, ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 8, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 19.

Greek Monolingual

ο (Α μητραγύρτης)
1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης
τίτλος κωμωδίας του Αντιφάνους
2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες
(κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία της θεάς, διηγούνταν ιστορίες και ζητούσαν εισφορές γι' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω), πρβλ. μηναγύρτης].

Greek Monotonic

μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ο ιερέας της Κυβέλης που επαιτεί, η Κυβέλη, Μητέρα των θεών· ο Ιφικράτης έδωσε αυτό το όνομα στον Καλλία που ήταν πράγματι Δᾳδοῦχος τῆς Κυβέλης, σε Αριστ.

Middle Liddell

a begging priest of Cybele, the mother of the gods:—Iphicrates gave this name to Callias, who was really her Δᾳδοῦχος, Arist.