βραχύνω: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(c1)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vrachyno
|Transliteration C=vrachyno
|Beta Code=braxu/nw
|Beta Code=braxu/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">abridge, shorten</b>, i. e. <b class="b2">to be a sign of a brief attack</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Aph.</span>1.12</span>; <b class="b2">use as short</b>, συλλαβήν Pl.<span class="title">Per.</span>4:—Pass., opp. <b class="b3">μηκύνομαι</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>55</span>; -όμενον φωνῆεν <span class="bibl">Heph.1.1</span>, <span class="bibl">D.T.633</span>.</span>
|Definition=[[abridge]], [[shorten]], i.e. to [[be a sign of a brief attack]], Hp. ''Aph.''1.12; [[use as short]], συλλαβήν Pl.''Per.''4:—Pass., opp. [[μηκύνομαι]], Luc.''Hist.Conscr.''55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[durar menos tiempo]], [[abreviarse]] la duración de una enfermedad, Hp.<i>Aph</i>.1.12, Gal.17(2).392.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[hacerse más corto]] en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.<i>Hist.Cons</i>.55.<br /><b class="num">II</b> tr., prosod. [[pronunciar como breve]], [[abreviar]] συλλαβήν Plu.<i>Per</i>.4<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.<i>Il</i>.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.<i>Il</i>.6.268b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βραχυνῶ;<br />prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βραχύνω]] [[βραχύς]] bekorten:. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχύνω:''' сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''βρᾰχύνω''': μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι βραχύ, [[συντομεύω]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[βραχύνω]]) [[βραχύς]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] βραχύτερο, [[μικραίνω]], συντομεύω2. [[καθιστώ]] βραχύ μακρό [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(προστ.)</b> <i>βραχύνατε</i><br />στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ελάττωση]] του βεληνεκούς στο [[πυροβολικό]] ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. υνῶ, to [[shorten]], to use as a [[short]] [[syllable]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύνω Medium diacritics: βραχύνω Low diacritics: βραχύνω Capitals: ΒΡΑΧΥΝΩ
Transliteration A: brachýnō Transliteration B: brachynō Transliteration C: vrachyno Beta Code: braxu/nw

English (LSJ)

abridge, shorten, i.e. to be a sign of a brief attack, Hp. Aph.1.12; use as short, συλλαβήν Pl.Per.4:—Pass., opp. μηκύνομαι, Luc.Hist.Conscr.55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.

Spanish (DGE)

I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar συλλαβήν Plu.Per.4
en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.Il.6.268b.

German (Pape)

[Seite 462] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.

French (Bailly abrégé)

f. βραχυνῶ;
prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..
Étymologie: βραχύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχύνω βραχύς bekorten:. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύνω: сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύνω: μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι βραχύ, συντομεύω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.

Greek Monolingual

(AM βραχύνω) βραχύς
1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
(προστ.) βραχύνατε
στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.

Greek Monotonic

βρᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, συντομεύω, μικραίνω, περικόπτω, μεταχειρίζομαι κάτι ως βραχύ, συλλαβήν, χρησιμοποιώ ως βραχεία συλλαβή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. υνῶ, to shorten, to use as a short syllable, Plut.