καταπλύνω: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataplyno
|Transliteration C=kataplyno
|Beta Code=kataplu/nw
|Beta Code=kataplu/nw
|Definition=[ῡ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[drench]], ὕδατι τὴν κεφαλήν <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>5.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[wash out]], [[remove by washing]], [<b class="b3">ἁλμυρόν τι</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>357b5</span>:—Pass., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.24.3</span>: metaph., <b class="b3">καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα</b> the affair [[is washed out]], [[has become worthless]], <span class="bibl">Aeschin.3.178</span>, cf. <span class="bibl">Poll.7.38</span>.</span>
|Definition=[ῡ],<br><span class="bld">A</span> [[drench]], ὕδατι τὴν κεφαλήν X.''Eq.''5.6.<br><span class="bld">II</span> [[wash out]], [[remove by washing]], [ἁλμυρόν τι] [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''357b5:—Pass., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.24.3: metaph., <b class="b3">καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα</b> the [[affair]] is [[wash out|washed out]], has [[become worthless]], Aeschin.3.178, cf. Poll.7.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] (s. [[πλύνω]]), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυθείς Theophr.; Sp. – Uebertr., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] (s. [[πλύνω]]), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυθείς Theophr.; Sp. – Übertr., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνθαι.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[laver en versant sur]];<br /><b>2</b> [[enlever en lavant]], [[nettoyer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλύνω:''' (ῡ)<br><b class="num">1</b> [[ополаскивать]], [[омывать]] (ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[споласкивать]], [[смывать]] (τὸ [[ὑγρόν]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[смывать]], [[стирать]], [[изглаживать из памяти]] ([[νῦν]] δ᾽ [[ἤδη]] καταπέπλῠται τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπλύνω''': ῡ, [[πλύνω]] ἐπιχέων ἐπί τινος ὑποκειμένου, [[καταβρέχω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 546· ὕδατι τὴν κεφαλὴν Ξεν, Ἱππ. 5. 6· τὴν κεφαλὴν καταπλύνειν [[μᾶλλον]] δεῖ ἢ καθαίρειν Πολυδ. Α΄, 200· ὀχετὸν ἐκκαθαίρειν κορήθρῳ καὶ καταπλύνειν ὕδατι πολλῷ Ἀρτεμίδ. 5. 79. ΙΙ. πλύνων [[ἀποβάλλω]], [[ἀποπλύνω]], «ξεπλύνω», τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.― Παθ., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 24, 3· μεταφορ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, ἡ [[ὑπόθεσις]] «ἐξεπλύθη», δηλ. ἐλησμονήθη καὶ ἠφανίσθη, ἢ οὐδενὸς ἄξιον κατέστη ([[ἐπειδὴ]] ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ ἀντιτίθεται τῷ τίμιον ἦν) (ἐκ μεταφορᾶς, τῶν χρωμάτων τῶν πλυνομένων ὑφασμάτων, ἅτινα διὰ τῆς πολλῆς πλύσεως ἐξαφανίζονται), Αἰσχίν. 79. 19, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 38.
|lstext='''καταπλύνω''': ῡ, [[πλύνω]] ἐπιχέων ἐπί τινος ὑποκειμένου, [[καταβρέχω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 546· ὕδατι τὴν κεφαλὴν Ξεν, Ἱππ. 5. 6· τὴν κεφαλὴν καταπλύνειν [[μᾶλλον]] δεῖ ἢ καθαίρειν Πολυδ. Α΄, 200· ὀχετὸν ἐκκαθαίρειν κορήθρῳ καὶ καταπλύνειν ὕδατι πολλῷ Ἀρτεμίδ. 5. 79. ΙΙ. πλύνων [[ἀποβάλλω]], [[ἀποπλύνω]], «ξεπλύνω», τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.― Παθ., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 24, 3· μεταφορ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, ἡ [[ὑπόθεσις]] «ἐξεπλύθη», δηλ. ἐλησμονήθη καὶ ἠφανίσθη, ἢ οὐδενὸς ἄξιον κατέστη ([[ἐπειδὴ]] ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ ἀντιτίθεται τῷ τίμιον ἦν) (ἐκ μεταφορᾶς, τῶν χρωμάτων τῶν πλυνομένων ὑφασμάτων, ἅτινα διὰ τῆς πολλῆς πλύσεως ἐξαφανίζονται), Αἰσχίν. 79. 19, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 38.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> laver en versant sur;<br /><b>2</b> enlever en lavant, nettoyer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πλένω]] [[κάτι]] με [[νερό]], [[καταβρέχω]]<br /><b>2.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] με το [[πλύσιμο]], [[αποπλύνω]], [[ξεπλένω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για γεγονότα) λησμονιέμαι, [[ξεθωριάζω]] («τὸ πρᾱγμα καταπέπλυται» — η [[υπόθεση]] λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.).
|mltxt=[[καταπλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πλένω]] [[κάτι]] με [[νερό]], [[καταβρέχω]]<br /><b>2.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] με το [[πλύσιμο]], [[αποπλύνω]], [[ξεπλένω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για γεγονότα) λησμονιέμαι, [[ξεθωριάζω]] («τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται» — η [[υπόθεση]] λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπλύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[πλένω]] χύνοντας, [[καταβρέχω]], [[ξεπλένω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξεπλένω]]· — Παθ., μεταφ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, το [[ζήτημα]] έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.
|lsmtext='''καταπλύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[πλένω]] χύνοντας, [[καταβρέχω]], [[ξεπλένω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξεπλένω]]· — Παθ., μεταφ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, το [[ζήτημα]] έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλύνω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> ополаскивать, омывать (ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> споласкивать, смывать (τὸ [[ὑγρόν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. смывать, стирать, изглаживать из памяти ([[νῦν]] δ᾽ [[ἤδη]] καταπέπλῠται τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[wash]] by pouring [[over]], to [[drench]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[wash]] out:—Pass., metaph., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται the [[affair]] is washed out, i. e. forgotten, Aeschin.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[wash]] by pouring [[over]], to [[drench]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[wash]] out:—Pass., metaph., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται the [[affair]] is washed out, i. e. forgotten, Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλύνω Medium diacritics: καταπλύνω Low diacritics: καταπλύνω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΥΝΩ
Transliteration A: kataplýnō Transliteration B: kataplynō Transliteration C: kataplyno Beta Code: kataplu/nw

English (LSJ)

[ῡ],
A drench, ὕδατι τὴν κεφαλήν X.Eq.5.6.
II wash out, remove by washing, [ἁλμυρόν τι] Arist.Mete.357b5:—Pass., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Thphr. CP 3.24.3: metaph., καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα the affair is washed out, has become worthless, Aeschin.3.178, cf. Poll.7.38.

German (Pape)

[Seite 1371] (s. πλύνω), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυθείς Theophr.; Sp. – Übertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνθαι.

French (Bailly abrégé)

1 laver en versant sur;
2 enlever en lavant, nettoyer.
Étymologie: κατά, πλύνω.

Russian (Dvoretsky)

καταπλύνω: (ῡ)
1 ополаскивать, омывать (ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen.);
2 споласкивать, смывать (τὸ ὑγρόν Arst.);
3 перен. смывать, стирать, изглаживать из памяти (νῦν δ᾽ ἤδη καταπέπλῠται τὸ πρᾶγμα Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπλύνω: ῡ, πλύνω ἐπιχέων ἐπί τινος ὑποκειμένου, καταβρέχω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 546· ὕδατι τὴν κεφαλὴν Ξεν, Ἱππ. 5. 6· τὴν κεφαλὴν καταπλύνειν μᾶλλον δεῖ ἢ καθαίρειν Πολυδ. Α΄, 200· ὀχετὸν ἐκκαθαίρειν κορήθρῳ καὶ καταπλύνειν ὕδατι πολλῷ Ἀρτεμίδ. 5. 79. ΙΙ. πλύνων ἀποβάλλω, ἀποπλύνω, «ξεπλύνω», τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.― Παθ., καταπλῠθείσης τῆς ἅλμης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 24, 3· μεταφορ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, ἡ ὑπόθεσις «ἐξεπλύθη», δηλ. ἐλησμονήθη καὶ ἠφανίσθη, ἢ οὐδενὸς ἄξιον κατέστη (ἐπειδὴ ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ ἀντιτίθεται τῷ τίμιον ἦν) (ἐκ μεταφορᾶς, τῶν χρωμάτων τῶν πλυνομένων ὑφασμάτων, ἅτινα διὰ τῆς πολλῆς πλύσεως ἐξαφανίζονται), Αἰσχίν. 79. 19, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 38.

Greek Monolingual

καταπλύνω (Α)
1. πλένω κάτι με νερό, καταβρέχω
2. αποβάλλω κάτι με το πλύσιμο, αποπλύνω, ξεπλένω
3. μτφ. (για γεγονότα) λησμονιέμαι, ξεθωριάζω («τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται» — η υπόθεση λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.).

Greek Monotonic

καταπλύνω: [ῡ],
I. πλένω χύνοντας, καταβρέχω, ξεπλένω, σε Ξεν.
II. ξεπλένω· — Παθ., μεταφ., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται, το ζήτημα έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.

Middle Liddell

I. to wash by pouring over, to drench, Xen.
II. to wash out:—Pass., metaph., τὸ πρᾶγμα καταπέπλῠται the affair is washed out, i. e. forgotten, Aeschin.