τόθεν: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[antecedent]] to relat. [[ὅθεν]] ([[being]] an old gen. of ὁ);— [[hence]], [[thence]], Hes.<br /><b class="num">2.</b> for relat. [[ὅθεν]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[thereafter]], [[thereupon]], Aesch.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[antecedent]] to relat. [[ὅθεν]] ([[being]] an old gen. of ὁ);— [[hence]], [[thence]], Hes.<br /><b class="num">2.</b> for relat. [[ὅθεν]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[thereafter]], [[thereupon]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 11:22, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόθεν Medium diacritics: τόθεν Low diacritics: τόθεν Capitals: ΤΟΘΕΝ
Transliteration A: tóthen Transliteration B: tothen Transliteration C: tothen Beta Code: to/qen

English (LSJ)

poet. Adv., answering to relat. ὅθεν and interrog. πόθεν (from το-, Demonstr. stem):—
A thence, Hes.Sc.32; Δρεπάνη τόθεν ἐκλήϊσται thence it is called D., A.R.4.990.
2 for ὅθεν, A.Pers. 99 (lyr.).
II thereafter, thereupon, Id.Ag.220 (lyr.); also ἐκ τόθεν, ἐξότε.. from the day when... A.R.4.520.

German (Pape)

[Seite 1123] adv. demonstr., dem Frageworte πόθεν entsprechend, von daher, von dort; Hes. Sc. 32; Pind. N. 9, 17, v.l., Boeckh; τόθεν τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 213. – Auch = daher, deshalb, deswegen, Ap. Rh. 4, 990. – Auch für das relat., wie man erklärt Aesch. Pers. 100.

French (Bailly abrégé)

I. adv. démonstr. corrél. de πόθεν, ποθέν et ὅθεν :
1 de là;
2 d'après cela, par suite;
II. adv. relat. c. ὅθεν : d'où.
Étymologie: th. démonstr. το-, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

τόθεν: adv. relat. откуда или оттуда Hes., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

τόθεν: ποιητ. ἐπίρρ., ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἀναφ. ὅθεν καὶ τὸ ἐρώτημ. πόθεν; (πάντα δὲ ταῦτα ἦσαν κυρίως ἀρχαῖοι τύποι γενικῆς τῶν: ὅ, ὅς, *πός;)· ― ἐκεῖθεν, τόθεν αὖτις Φίκιον ἀκρότατον προσεβήσατο μητίετα Ζεὺς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 32. 2) ἀντὶ τοῦ ὅθεν, Böchk διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ν. 9. 18 (40), Αἰσχύλ. Πέρσ. 100. ΙΙ. ἔκτοτε, ὡς τὸ ἐκ τούτου, τόθεν τὸ πάντολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 220· Δρεπάνην τόθεν ἐκλήϊσται Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 990· ὡσαύτως, ἐκ τόθενἔκτοθεν, αὐτόθι 520.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.)
1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθεν και στο αναφ. ὅθεν) από εκεί
2. όθεν («τόθεν οὐκ ἔστιν ὑπὲρ θνατὸν ἀλύξαντα φυγεῖν», Αισχύλ.)
3. έκτοτε
4. εκ τούτου, γι' αυτό («Δρεπάνη πόθεν ἐκλήϊσται», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το- (< ΙΕ ρίζα to- / tā-) που εμφανίζεται στο ουδ. το του άρθρου (βλ. λ. ο, η, το) και στις δεικτικές αντωνυμίες (πρβλ. τοῖος, τόσος) με επιρρμ. κατάλ -θεν (πρβλ. ὅθεν, πόθεν)].

Greek Monotonic

τόθεν: ποιητ. επίρρ. ανάλογο του αναφορ. ὅθεν (ήταν αρχαίος τύπος γεν. του )· απ' όπου,
I. 1. από εδώ, όθεν, σε Ησίοδ.
2. αντί του αναφ. ὅθεν, σε Αισχύλ.
II. έκτοτε, στον ίδ.

Middle Liddell

I. antecedent to relat. ὅθεν (being an old gen. of ὁ);— hence, thence, Hes.
2. for relat. ὅθεν, Aesch.
II. thereafter, thereupon, Aesch.