συνεπανίστημι: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to make to [[rise]] up [[against]] [[together]].<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 act., to [[join]] in a [[revolt]], Hdt., Thuc.; τινι or ἅμα τινι Hdt. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=([[ἵστημι]]), <i>mit, [[zugleich]] [[aufstehen]] [[machen]], [[aufwiegeln]]</i>; – intr. tempp. <i>mit gegen Einen [[aufstehen]], sich auflehnen, [[aufrührerisch]] [[werden]]</i>, Her. 3.84, 1.59; ἢν ξυνεπαναστῶσι, Thuc. 1.132. | |ptext=([[ἵστημι]]), <i>mit, [[zugleich]] [[aufstehen]] [[machen]], [[aufwiegeln]]</i>; – intr. tempp. <i>mit gegen Einen [[aufstehen]], sich auflehnen, [[aufrührerisch]] [[werden]]</i>, Her. 3.84, 1.59; ἢν ξυνεπαναστῶσι, Thuc. 1.132. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 March 2024
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επανίστημι, med.-pass. intrans. συνεπανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.) mede of samen (met...) in opstand komen; met dat. of ἅμα + dat. met iem.
Greek Monolingual
Α
1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου
2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι- εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανίστημι «εξεγείρω, ξεσηκώνω»].
Greek Monotonic
συνεπανίστημι:I. υποκινώ κάποιον να εξεγερθεί εναντίον κάποιου από κοινού.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, επαναστατώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ.· τινι ή ἅμα τινι, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπανίστημι: συνεπεγείρω, κάμνω τινὰ νὰ ἐγερθῇ ἐναντίον ἄλλου ὁμοῦ, ἐξεγείρω, Θεοδοτ. ἐν Παλ. Διαθ. (Ναοὺμ Α΄, 11). ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπαναστατῶ, συνεπαναστάντες… ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 84, Θουκ. 1. 132· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 3. 61· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. 1. 59· τινι μετά τινος, ἐναντίον τινὸς μετά τινος ἄλλου, συνεπαναστάντες τοὺς μὲν ἐξηλάσαμεν Διον. Ἁλ. 6. 74. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.
Middle Liddell
I. to make to rise up against together.
II. Pass., with aor2 act., to join in a revolt, Hdt., Thuc.; τινι or ἅμα τινι Hdt.
German (Pape)
(ἵστημι), mit, zugleich aufstehen machen, aufwiegeln; – intr. tempp. mit gegen Einen aufstehen, sich auflehnen, aufrührerisch werden, Her. 3.84, 1.59; ἢν ξυνεπαναστῶσι, Thuc. 1.132.