ἀνάπηρος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapiros | |Transliteration C=anapiros | ||
|Beta Code=a)na/phros | |Beta Code=a)na/phros | ||
|Definition= | |Definition=ἀνάπηρον, [[maimed]], [[mutilated]], Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα [[θύειν]] Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. [[ἀναπήρως]] = [[with mutilation]], [[in a crippled manner]] Zonar. (sometimes spelt [[ἀνάπειρος]] in codd., [[LXX]] To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />estropié, infirme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πηρός]]. | |btext=ος, ον :<br />estropié, infirme;<br />[[NT]]: (spécial.) privé d'un membre du [[corps]], mutilé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πηρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 38: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[much]] [[maimed]], [[crippled]], Plat., etc. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized |
Latest revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
ἀνάπηρον, maimed, mutilated, Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα θύειν Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. ἀναπήρως = with mutilation, in a crippled manner Zonar. (sometimes spelt ἀνάπειρος in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀνάπειρος LXX To.14.2
I 1mutilado, lisiado ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, ἀνάπειρος τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX To.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.Cri.53a, Aeschin.1.183, Arist.GA 775a4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, Eu.Luc.14.13, 21
•fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.R.535d.
2 débil, canijo γίννος, τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος ἀνάπηρος Arist.GA 748b34, cf. D.Chr.3.21.
3 subst. ἀνάπηρα = animales defectuosos ἀνάπηρα θύουσιν Pl.Alc.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.
II adv. ἀναπήρως = con mutilación Zonar.
German (Pape)
[Seite 201] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
estropié, infirme;
NT: (spécial.) privé d'un membre du corps, mutilé.
Étymologie: ἀνά, πηρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπηρος: увечный, искалеченный, изуродованный (χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενὴς καὶ ἀνάπηρος Arst.): πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπηρος Plat. невосприимчивый к истине.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπηρος: -ον, ὁ πεπηρωμένος μέλει τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, κολοβός, Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.
English (Strong)
from ἀνά (in the sense of intensity) and peros (maimed); crippled: maimed.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάπηρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης
2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα
2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + πηρός «αυτός που έχει βλάβη σε κάποιο μέλος του σώματός του».
ΠΑΡ. αναπηρία
αρχ.
ἀναπηρῶ].
Greek Monotonic
ἀνάπηρος: -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, ανάπηρος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
much maimed, crippled, Plat., etc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=σακάτης). Ἀπό τό ἀνά + πηρός (=ἀκρωτηριασμένος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπηροῦμαι, ἀναπηρία.