ἀνθαιρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[choose]] one [[person]] or [[thing]] [[instead]] of [[another]], τινά (or τί) τινος Eur.; to [[prefer]], [[choose]] [[rather]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[dispute]], lay [[claim]] to, τι Eur.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> Dep.:— to [[choose]] one [[person]] or [[thing]] [[instead]] of [[another]], τινά (or τί) τινος Eur.; to [[prefer]], [[choose]] [[rather]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[dispute]], lay [[claim]] to, τι Eur.
}}
}}

Revision as of 11:44, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθαιρέομαι Medium diacritics: ἀνθαιρέομαι Low diacritics: ανθαιρέομαι Capitals: ΑΝΘΑΙΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anthairéomai Transliteration B: anthaireomai Transliteration C: anthaireomai Beta Code: a)nqaire/omai

English (LSJ)

A choose one person or thing instead of another, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311; ἄλλους ἀ. ἀντὶ τούτων CIG 2715.11 (Stratonicea); στρατηγοὺς ἔπαυσαν.. καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, cf. X.HG6.2.13, Pl.Lg.765d; τὰν εὔδοξον ἀ. φήμαν prefer, choose rather, E.Hipp.773 (lyr.).
II dispute, lay claim to, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Id.Hec.660.

Spanish (DGE)

1 escoger, elegir en lugar de c. ac. de pers. ἄλλον CID 1.9c.8 (IV a.C.), GDI 2049.17 (Delfos III a.C.), στρατηγοὺς ... ἔπαυσαν ... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, 8.76, ἄλλους ἀνθαιρεῖσθα[ι ὡς τάχιστ] α IStratonikeia 1101.11 (II d.C.), cf. Pl.Lg.765d, X.HG 6.2.13
en v. pas. ser elegido ἕτεροι δὲ ὕπατοι ... ἀνθαιρεθέντες D.C.Epit.8.20.8, cf. 43.46.2.
2 c. ac. de cosa o abstr. y gen. anteponer, preferir τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311, Διὸς δ' ἀνθείλετο πόντον Call.Del.248
c. ac. solo preferir τὰν δ' εὔδοξον ... φήμαν E.Hipp.773
disputar οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται nadie te disputará la corona E.Hec.660.

German (Pape)

[Seite 230] (s. αἱρέω), 1) etwas anstatt eines andern wählen, τί τινος, eines dem andern vorziehen, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Eur. Cycl. 310; von eigentlicher Wahl in eines andern Stelle, Plat. Legg. VII, 731 a; Xen. Hell. 6, 2, 13. – 2) τινί τι, Jemandem etwas streitig machen, στέφανον, Eur. Hec. 654.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἀναιρήσομαι, ao.2 ἀνθειλόμην;
1 choisir à la place ou de préférence;
2 disputer, tâcher d'enlever : τινί τι EUR qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθαιρέομαι: (aor. 2 ἀνθειλόμην)
1 выбирать (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);
2 предпочитать (τι Eur.);
3 оспаривать (στέφανον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθαιρέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ― ἐκλέγω πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, τὸ δ’ εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Εὐρ. Κύκλ. 311· ἄλλους ἀνθ. ἀντὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 11· στρατηγοὺς ἔπαυσαν... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Θουκ. 6. 103, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13, Πλάτ. Νομ. 765D· τὰν εὔδοξον ἀνθαιρουμένα φάμαν, προτιμῶσα, Εὐρ. Ἱππ. 773. ― «ἀνθείλαντο, προέκριναν, ἐπελάβοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. διαφιλονεικῶ, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Εὐρ. Ἐκ. 660.

Greek Monotonic

ἀνθαιρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ειλόμην· αποθ.·
I. διαλέγω ένα πρόσωπο ή πράγμα αντί άλλου, τινάτί) τινος, σε Ευρ.· προτιμώ, επιλέγω, εκλέγω, προκρίνω, στον ίδ.
II. διαφωνώ, εγείρω αξίωση σε, τι, στον ίδ.

Middle Liddell

I. Dep.:— to choose one person or thing instead of another, τινά (or τί) τινος Eur.; to prefer, choose rather, Eur.
II. to dispute, lay claim to, τι Eur.