ἀποπλάζω: Difference between revisions

From LSJ
(3)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apoplazo
|Transliteration C=apoplazo
|Beta Code=a)popla/zw
|Beta Code=a)popla/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lead away from</b>, ἀοιδῆς <span class="bibl">A.R.1.1220</span>, cf. Hsch.:—Pass., only aor., <b class="b2">stray away from</b>, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος <span class="bibl">Od. 15.382</span>; Τροίηθεν <span class="bibl">9.259</span>; <b class="b3">ἀπὸ θώρηκος . . πολλὸν ἀποπλαγχθείς [ὀϊστός</b>] <b class="b2">glancing off</b> the hauberk, <span class="bibl">Il.13.592</span>; -πλαγχθέντες ἑταίρων <span class="bibl">Theoc.22.35</span>; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ <span class="bibl">Il.22.291</span>: abs., <b class="b2">wander</b>, <span class="bibl">Od.8.573</span>; <b class="b2">to be separated</b>, <span class="bibl">Emp.22.3</span>; <b class="b3">τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα</b> a helm <b class="b2">struck off</b>, <b class="b2">falling from the head</b>, <span class="bibl">Il.13.578</span>:—also <b class="b3">ἀποπλασθεῖσα· ἀποκρουσθεῖσα</b>, Hsch.</span>
|Definition=[[lead away from]], ἀοιδῆς A.R.1.1220, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—Pass., only aor., [[stray away from]], πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Od. 15.382; Τροίηθεν 9.259; <b class="b3">ἀπὸ θώρηκος.. πολλὸν ἀποπλαγχθείς [ὀϊστός]</b> [[glancing off]] the hauberk, Il.13.592; -πλαγχθέντες ἑταίρων Theoc.22.35; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291: abs., [[wander]], Od.8.573; to [[be separated]], Emp.22.3; <b class="b3">τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα</b> a helm [[struck off]], [[falling from the head]], Il.13.578:—also ἀποπλασθεῖσα· ἀποκρουσθεῖσα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo en forma de aor. pas. salvo act. ἀποπλάγξειεν A.R.1.1220, ἀποπλάγξαντες Hsch.]<br /><b class="num">1</b> de pers., anim. y personif. [[separarse]], [[ausentarse]] c. gen. de pers. σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων <i>Od</i>.15.382, αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς no te separes de ella</i> Theoc.15.67, ἑταίρων Theoc.22.35, νομῆος Nonn.<i>D</i>.15.216, νομοῖο Colluth.41, cf. c. dat. loc. ὅσσα φιν ἐν θνητοῖσιν ἀποπλαχθέντα πέφυκεν cuantas cosas para ellos (los elementos) se encuentran separadas en el mundo mortal</i> Emp.B.22.3<br /><b class="num"></b>c. gen. de lugares [[ir a la deriva lejos de]] νήσου <i>Od</i>.12.285, Τροίηθεν <i>Od</i>.9.259<br /><b class="num">•</b>fig. ἀπεπλάγχθην δὲ νόοιο quedé fuera de mí</i>, se extravió mi mente</i>, <i>h.Ven</i>.254<br /><b class="num"></b>abs. [[andar errante]], [[vagar]] κατάλεξον, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης <i>Od</i>.8.573, ἀπεπλάγχθη χορὸς ἄστρων Nonn.<i>D</i>.1.230, ἀποπλαγχθῆναι αὐτήν (τὴν ὕλην) (el demiurgo impide que) ésta (la materia) vaya a la deriva</i> Numen.18.8.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[separar violentamente]] de armas y pertrechos [[salir despedido o disparado]] ἀπὸ θώρηκος ... πολλὸν ἀποπλαγχθείς (ὀϊστός) <i>Il</i>.13.592, τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ <i>Il</i>.22.291<br /><b class="num"></b>fig. [[ἀλλά]] τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς pero estos (mitos) se saldrían totalmente fuera del tema del canto</i> A.R.l.c.<br /><b class="num">•</b>abs. (τρυφάλεια) ἀποπλαγχθεῖσα saliendo (el casco) despedido</i>, <i>Il</i>.13.578.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πλάζω]]), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od. 8, 573; ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχθης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχθέντας 12, 285; [[τῆλε]] δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]] Iliad. 22, 291; ἀπὸ θώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχθείς 13, 592; ἀποπλαγχθέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποπλάγξω;<br />égarer loin de ; <i>Pass. (ao.</i> ἀπεπλάγχθην) :<br /><b>1</b> s'égarer hors de, errer loin de, gén. ; <i>abs.</i> errer au poin ; <i>p. anal.</i> σάκεος ἀπ. IL rebondir loin d'un bouclier <i>en parl. d'un trait</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[être renversé]], [[tomber]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πλάζω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπλάζω''': μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν [[τηλοῦ]] κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς ([[ὀϊστός]]) Ἰλ. Ν. 592· [[τῆλε]] δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]] Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι [[μακράν]], Ὀδ. 573: - ἡ [[φράσις]] [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, [[εἶναι]] μοναδική.
}}
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[pass]]. ἀπεπλάγχθην, [[part]]. ἀποπλαγχθείς: [[pass]]., be driven [[from]] [[one]]'s [[course]], [[drift]] ([[away]] [[from]]); [[Τροίηθεν]], Od. 9.259; κατάλεξον &#x007C; [[ὅππῃ]] ἀπεπλάγχθης, Od. 8.573; [[τῆλε]] δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]], ‘rebounded,’ Il. 22.291, Il. 13.592; cf. 578.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποπλάζω]] (Α) [[πλάζω]]<br />Ι. [[αποπλανώ]], [[εκτρέπω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) εκτινάσσομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπλάζω:''' μέλ. -[[πλάγξω]], [[βγάζω]] κάποιον από τον δρόμο του, τον [[ξεστρατίζω]], τον [[αποπλανώ]], <i>τινός</i>, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>-επλάχθην</i>, πλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] μου, <i>σῆς πατρίδος</i>, [[Τροίηθεν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς</i>, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα, λέγεται για [[βέλος]], στο ίδ.· απόλ., [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, [[περικεφαλαία]] που δέχθηκε [[χτύπημα]] και εκτινάχθηκε από το [[κεφάλι]], στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[lead]] [[astray]] from, τινός Apoll.:—Pass., to [[stray]] [[away]] from, σῆς πατρίδος, [[Τροίηθεν]] Od.; ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς having glanced off from the breastplate, of an [[arrow]], Od.; absol. [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα a [[helm]] struck off or falling from the [[head]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλάζω Medium diacritics: ἀποπλάζω Low diacritics: αποπλάζω Capitals: ΑΠΟΠΛΑΖΩ
Transliteration A: apoplázō Transliteration B: apoplazō Transliteration C: apoplazo Beta Code: a)popla/zw

English (LSJ)

lead away from, ἀοιδῆς A.R.1.1220, cf. Hsch.:—Pass., only aor., stray away from, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Od. 15.382; Τροίηθεν 9.259; ἀπὸ θώρηκος.. πολλὸν ἀποπλαγχθείς [ὀϊστός] glancing off the hauberk, Il.13.592; -πλαγχθέντες ἑταίρων Theoc.22.35; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291: abs., wander, Od.8.573; to be separated, Emp.22.3; τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα a helm struck off, falling from the head, Il.13.578:—also ἀποπλασθεῖσα· ἀποκρουσθεῖσα, Hsch.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo en forma de aor. pas. salvo act. ἀποπλάγξειεν A.R.1.1220, ἀποπλάγξαντες Hsch.]
1 de pers., anim. y personif. separarse, ausentarse c. gen. de pers. σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od.15.382, αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς no te separes de ella Theoc.15.67, ἑταίρων Theoc.22.35, νομῆος Nonn.D.15.216, νομοῖο Colluth.41, cf. c. dat. loc. ὅσσα φιν ἐν θνητοῖσιν ἀποπλαχθέντα πέφυκεν cuantas cosas para ellos (los elementos) se encuentran separadas en el mundo mortal Emp.B.22.3
c. gen. de lugares ir a la deriva lejos de νήσου Od.12.285, Τροίηθεν Od.9.259
fig. ἀπεπλάγχθην δὲ νόοιο quedé fuera de mí, se extravió mi mente, h.Ven.254
abs. andar errante, vagar κατάλεξον, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od.8.573, ἀπεπλάγχθη χορὸς ἄστρων Nonn.D.1.230, ἀποπλαγχθῆναι αὐτήν (τὴν ὕλην) (el demiurgo impide que) ésta (la materia) vaya a la deriva Numen.18.8.
2 de cosas separar violentamente de armas y pertrechos salir despedido o disparado ἀπὸ θώρηκος ... πολλὸν ἀποπλαγχθείς (ὀϊστός) Il.13.592, τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291
fig. ἀλλά τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς pero estos (mitos) se saldrían totalmente fuera del tema del canto A.R.l.c.
abs. (τρυφάλεια) ἀποπλαγχθεῖσα saliendo (el casco) despedido, Il.13.578.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πλάζω), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od. 8, 573; ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχθης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχθέντας 12, 285; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Iliad. 22, 291; ἀπὸ θώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχθείς 13, 592; ἀποπλαγχθέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλάγξω;
égarer loin de ; Pass. (ao. ἀπεπλάγχθην) :
1 s'égarer hors de, errer loin de, gén. ; abs. errer au poin ; p. anal. σάκεος ἀπ. IL rebondir loin d'un bouclier en parl. d'un trait;
2 p. ext. être renversé, tomber.
Étymologie: ἀπό, πλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλάζω: μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς (ὀϊστός) Ἰλ. Ν. 592· τῆλε δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι μακράν, Ὀδ. 573: - ἡ φράσις τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, εἶναι μοναδική.

English (Autenrieth)

only aor. pass. ἀπεπλάγχθην, part. ἀποπλαγχθείς: pass., be driven from one's course, drift (away from); Τροίηθεν, Od. 9.259; κατάλεξον | ὅππῃ ἀπεπλάγχθης, Od. 8.573; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ, ‘rebounded,’ Il. 22.291, Il. 13.592; cf. 578.

Greek Monolingual

ἀποπλάζω (Α) πλάζω
Ι. αποπλανώ, εκτρέπω
II. (-ομαι)
1. απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι μακριά από κάπου
2. (για πράγματα) εκτινάσσομαι.

Greek Monotonic

ἀποπλάζω: μέλ. -πλάγξω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του, τον ξεστρατίζω, τον αποπλανώ, τινός, Απολλ. Ρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ -επλάχθην, πλανιέμαι μακριά από την πατρίδα μου, σῆς πατρίδος, Τροίηθεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς, έχοντας εξοστρακισθεί από τον θώρακα, λέγεται για βέλος, στο ίδ.· απόλ., τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία που δέχθηκε χτύπημα και εκτινάχθηκε από το κεφάλι, στο ίδ.

Middle Liddell

to lead astray from, τινός Apoll.:—Pass., to stray away from, σῆς πατρίδος, Τροίηθεν Od.; ἀπὸ θώρηκος ἀποπλαγχθείς having glanced off from the breastplate, of an arrow, Od.; absol. τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα a helm struck off or falling from the head, Od.