κατειλέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateileo | |Transliteration C=kateileo | ||
|Beta Code=kateile/w | |Beta Code=kateile/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[force into a narrow space]], [[coop up]], in Pass., ἐς τὸ τεῖχος [[Herodotus|Hdt.]]1.80; <b class="b3">ἐς τὸ ἄστυ</b> ib.176; ἐς Διὸς ἱρόν Id.5.119, cf. Onos.42.19, Parth.32.2; εἰς χωρία προσάντη Plu.''Cam.''41; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι [[Herodotus|Hdt.]]9.70, cf. J.''AJ''14.16.2, al.; ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Hp.''Coac.''622, cf. Arist.''Pr.''869a21; τοιαύτην δίνην κατειληθῆναι τοῖς ἄστροις Epicur.''Ep.''2p.40U.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">καταϝελμένων τῶν πολιατᾶν</b> [[when]] the citizens [[are assembled]], Leg.Gort.10.35, 11.13.<br><span class="bld">2</span> [[wrap up]], X.''Eq.''10.7, Ael.''NA''5.3, 15.10 (Pass.); ταινίᾳ κατειλημένος τὴν ὀσφύν Diocl.Fr.142; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.''Symp.'' 47; τελαμῶνι τὸν μηρὸν -ειλημένον Paus.8.28.6.<br><span class="bld">3</span> [[roll up]], βιβλίον Luc.''Alex.''20.<br><span class="bld">II</span> v. [[κατίλλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. [[εἰλέω]]), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. [[εἰλέω]]), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[κατειλῶ]] :<br /><b>1</b> [[enrouler]], [[envelopper]] : τινί τι une chose avec une autre;<br /><b>2</b> [[pelotonner]] ; acculer ; <i>Pass.</i> [[se pelotonner]], [[se ramasser]], [[être acculé]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰλέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατ-ειλέω samendringen, insluiten:. ἐν ὀλίγῳ χώρῳ κατειλημέναι opgesloten in een kleine ruimte Hdt. 9.70.4. oprollen van papyrusrol; omwikkelen:. ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν zijn hoofd omwikkeld met verband Luc. 17.47. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατειλέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[оттеснять]], [[загонять]] ([[ἐντός]] Arst.): κατειληθέντες ἐς τὸ [[τεῖχος]] Her. оттесненные за (крепостные) стены (лидийцы); οἱ διαφυγόντες κατειλήθησαν ἐς Διὸς [[ἱρόν]] Her. бежавшие были вынуждены укрыться в храме Зевса;<br /><b class="num">2</b> [[обматывать]], [[окутывать]] (κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατειλέω''': [[ἀναγκάζω]] εἰς στενὸν τόπον, [[ἀποκλείω]], στενοχωρῶ, ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 80· ἐς τὸ ἄστυ [[αὐτόθι]] 176, κ. ἀλλ.·- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31· ἐρευγμὸς [[εἴσω]] κατειλούμενος Ἱππ. 221Α· ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[συστρέφω]], ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ [[ἄγκιστρον]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10· κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47·- [[συμπτύσσω]], διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20. | |lstext='''κατειλέω''': [[ἀναγκάζω]] εἰς στενὸν τόπον, [[ἀποκλείω]], στενοχωρῶ, ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 80· ἐς τὸ ἄστυ [[αὐτόθι]] 176, κ. ἀλλ.·- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31· ἐρευγμὸς [[εἴσω]] κατειλούμενος Ἱππ. 221Α· ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[συστρέφω]], ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ [[ἄγκιστρον]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10· κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47·- [[συμπτύσσω]], διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πιέζω]] σε στενό [[τόπο]], [[αποκλείω]], [[στενοχωρώ]], ἐςτὸ [[τεῖχος]], ἐς τὸ [[ἄστυ]], σε Ηρόδ. — Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς [[ἱρόν]], στον ίδ.· <i>ἐν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''κατειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πιέζω]] σε στενό [[τόπο]], [[αποκλείω]], [[στενοχωρώ]], ἐςτὸ [[τεῖχος]], ἐς τὸ [[ἄστυ]], σε Ηρόδ. — Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς [[ἱρόν]], στον ίδ.· <i>ἐν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[force]] [[into]] a [[narrow]] [[space]], to [[coop]] up, ἐς τὸ [[τεῖχος]], ἐς τὸ [[ἄστυ]] Hdt.:—Pass., κατειλήθησαν ἐς Διὸς [[ἱρόν]] Hdt.; έν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[force]] [[into]] a [[narrow]] [[space]], to [[coop]] up, ἐς τὸ [[τεῖχος]], ἐς τὸ [[ἄστυ]] Hdt.:—Pass., κατειλήθησαν ἐς Διὸς [[ἱρόν]] Hdt.; έν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 16 March 2024
English (LSJ)
A force into a narrow space, coop up, in Pass., ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.80; ἐς τὸ ἄστυ ib.176; ἐς Διὸς ἱρόν Id.5.119, cf. Onos.42.19, Parth.32.2; εἰς χωρία προσάντη Plu.Cam.41; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.9.70, cf. J.AJ14.16.2, al.; ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Hp.Coac.622, cf. Arist.Pr.869a21; τοιαύτην δίνην κατειληθῆναι τοῖς ἄστροις Epicur.Ep.2p.40U.
b καταϝελμένων τῶν πολιατᾶν when the citizens are assembled, Leg.Gort.10.35, 11.13.
2 wrap up, X.Eq.10.7, Ael.NA5.3, 15.10 (Pass.); ταινίᾳ κατειλημένος τὴν ὀσφύν Diocl.Fr.142; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.Symp. 47; τελαμῶνι τὸν μηρὸν -ειλημένον Paus.8.28.6.
3 roll up, βιβλίον Luc.Alex.20.
II v. κατίλλω.
German (Pape)
[Seite 1394] (s. εἰλέω), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden.
French (Bailly abrégé)
κατειλῶ :
1 enrouler, envelopper : τινί τι une chose avec une autre;
2 pelotonner ; acculer ; Pass. se pelotonner, se ramasser, être acculé.
Étymologie: κατά, εἰλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ειλέω samendringen, insluiten:. ἐν ὀλίγῳ χώρῳ κατειλημέναι opgesloten in een kleine ruimte Hdt. 9.70.4. oprollen van papyrusrol; omwikkelen:. ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν zijn hoofd omwikkeld met verband Luc. 17.47.
Russian (Dvoretsky)
κατειλέω:
1 оттеснять, загонять (ἐντός Arst.): κατειληθέντες ἐς τὸ τεῖχος Her. оттесненные за (крепостные) стены (лидийцы); οἱ διαφυγόντες κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν Her. бежавшие были вынуждены укрыться в храме Зевса;
2 обматывать, окутывать (κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κατειλέω: ἀναγκάζω εἰς στενὸν τόπον, ἀποκλείω, στενοχωρῶ, ἐς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 1. 80· ἐς τὸ ἄστυ αὐτόθι 176, κ. ἀλλ.·- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31· ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Ἱππ. 221Α· ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) τυλίσσω, περιτυλίσσω, συστρέφω, ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ ἄγκιστρον Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10· κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47·- συμπτύσσω, διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20.
Greek Monotonic
κατειλέω: μέλ. -ήσω, πιέζω σε στενό τόπο, αποκλείω, στενοχωρώ, ἐςτὸ τεῖχος, ἐς τὸ ἄστυ, σε Ηρόδ. — Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν, στον ίδ.· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to force into a narrow space, to coop up, ἐς τὸ τεῖχος, ἐς τὸ ἄστυ Hdt.:—Pass., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν Hdt.; έν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.