Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προυσελέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(2b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prouseleo
|Transliteration C=prouseleo
|Beta Code=prousele/w
|Beta Code=prousele/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">treat with contumely, outrage, maltreat</b>, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>438</span> (<b class="b3">προσηλούμενον</b> with ε written over η, cod.Med.; <b class="b3">προσελούμενον</b> cett.); οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς . . προυσελοῦμεν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>730</span> cod.Rav. (<b class="b3">προσ-</b> cett., προυγελοῦμεν Stob.): <b class="b3">προσηλούμενον</b> is written in codd. of <span class="bibl">Ael.<span class="title">Ep.</span>3</span>; Hsch. has <b class="b3">προσέλει· προπηλακίζει, προυγελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν</b>; cf. προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν <span class="bibl"><span class="title">EM</span>690.11</span>; <b class="b3">προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν</b>, Suid.—The etym. is unknown.</span>
|Definition=[[treat with contumely]], [[outrage]], [[maltreat]], ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''438 ([[προσηλούμενον]] with ε written over η, cod.Med.; [[προσελούμενον]] cett.); οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς.. προυσελοῦμεν Ar.''Ra.''730 cod.Rav. (<b class="b3">προσ-</b> cett., προυγελοῦμεν Stob.): [[προσηλούμενον]] is written in codd. of Ael.''Ep.''3; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has <b class="b3">προσέλει· προπηλακίζει, προυγελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν</b>; cf. [[προυσελεῖν]] λέγουσι τὸ ὑβρίζειν ''EM''690.11; <b class="b3">προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν</b>, Suid.—The etym. is unknown.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] s. [[προσελέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] s. [[προσελέω]].
}}
{{ls
|lstext='''προυσελέω''': [[λέξις]] εὑρισκομένη μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 438 ([[ἔνθα]] τὸ Μεδ. ἀντίγραφ. ἔχει προσηλούμενον [[μετὰ]] ε [[ὑπεράνω]] τοῦ η καὶ τὰ λοιπὰ ἀντίγραφα προσελούμενον)· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς... προυσελοῦμεν (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 730· παρὰ δ’ Ἡσυχίῳ εὑρίσκομεν τὰς γλώσσας προσελεῖ· προπηλακίζει, καὶ προυσελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν· καὶ ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν· καὶ παρὰ Σουΐδ., προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν· [[τέλος]] δὲ παρὰ Στοβ. 241, 37, φέρεται προυγελοῦμεν ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Ἀριστοφάνους. ― Οὕτως ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φανερά, δηλ. [[προπηλακίζω]], [[ὑβρίζω]], ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] τῆς λέξεως ἐπλάσθη κατ’ εἰκασίαν. Καὶ [[μέχρι]] μὲν τοῦ Πόρσωνος οἱ ἐκδόται [[συμφώνως]] ἀνεγίνωσκον προσελούμενον, προσελοῦμεν, καὶ ἐδικαιολόγουν τὸ μακρὸν τῆς πρώτης συλλαβῆς κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἀλλ’ ὁ Πόρσων ἀποκατέστησε τὸ γνήσιον τύπον [[προυσελέω]], ἐκ τοῦ Μεγάλ Ἐτυμολ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὴν δὲ εἰκασίαν [[αὐτοῦ]] ἐβεβαίωσε [[μετὰ]] [[ταῦτα]] τὸ Ραβενν. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. (Ἐν τοῖς τύποις προυγελεῖν, -γελοῦμεν (Στοβ.) τὸ γ πιθανῶς παριστάνει ϝ, ἴδε ἐν λέξ. [[δίγαμμα]] IV. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο πιθανῶς προσϝελέω, [[ὅπερ]] μετεβλήθη εἰς προ-ϝσελέω, ἢ [[προυσελέω]]· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ σϝελέω διαμένει [[εἰσέτι]] σκοτεινὴ καὶ [[μετὰ]] τὰς ἐρεύνας τοῦ Buttm. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. Act. et Pass.</i><br />insulter, outrager, acc..<br />'''Étymologie:''' p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω.
|btext=[[προυσελῶ]] :<br /><i>seul. prés. Act. et Pass.</i><br />insulter, outrager, acc..<br />'''Étymologie:''' p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προυσελέω:''' κακομεταχειρίζομαι, [[προσβάλλω]], [[προπηλακίζω]], μόνο σε [[δύο]] χωρία, [[ἴσμεν]] ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν [[ἴσμεν]] εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προυσελέω mishandelen, onheus bejegenen.
|elnltext=προυσελέω mishandelen, onheus bejegenen.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προυσελέω:''' и [[προσελέω]] оскорблять, унижать (τινα Aesch., Arph.).
|elrutext='''προυσελέω:''' и [[προσελέω]] оскорблять, унижать (τινα Aesch., Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''προυσελέω''': [[λέξις]] εὑρισκομένη μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 438 ([[ἔνθα]] τὸ Μεδ. ἀντίγραφ. ἔχει προσηλούμενον μετὰ ε [[ὑπεράνω]] τοῦ η καὶ τὰ λοιπὰ ἀντίγραφα προσελούμενον)· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς... προυσελοῦμεν (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 730· παρὰ δ’ Ἡσυχίῳ εὑρίσκομεν τὰς γλώσσας προσελεῖ· προπηλακίζει, καὶ προυσελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν· καὶ ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν· καὶ παρὰ Σουΐδ., προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν· [[τέλος]] δὲ παρὰ Στοβ. 241, 37, φέρεται προυγελοῦμεν ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Ἀριστοφάνους. ― Οὕτως ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φανερά, δηλ. [[προπηλακίζω]], [[ὑβρίζω]], ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] τῆς λέξεως ἐπλάσθη κατ’ εἰκασίαν. Καὶ [[μέχρι]] μὲν τοῦ Πόρσωνος οἱ ἐκδόται [[συμφώνως]] ἀνεγίνωσκον προσελούμενον, προσελοῦμεν, καὶ ἐδικαιολόγουν τὸ μακρὸν τῆς πρώτης συλλαβῆς κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἀλλ’ ὁ Πόρσων ἀποκατέστησε τὸ γνήσιον τύπον [[προυσελέω]], ἐκ τοῦ Μεγάλ Ἐτυμολ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὴν δὲ εἰκασίαν [[αὐτοῦ]] ἐβεβαίωσε μετὰ [[ταῦτα]] τὸ Ραβενν. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. (Ἐν τοῖς τύποις προυγελεῖν, -γελοῦμεν (Στοβ.) τὸ γ πιθανῶς παριστάνει ϝ, ἴδε ἐν λέξ. [[δίγαμμα]] IV. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο πιθανῶς προσϝελέω, [[ὅπερ]] μετεβλήθη εἰς προ-ϝσελέω, ἢ [[προυσελέω]]· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ σϝελέω διαμένει [[εἰσέτι]] σκοτεινὴ καὶ μετὰ τὰς ἐρεύνας τοῦ Buttm. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προυσελέω:''' κακομεταχειρίζομαι, [[προσβάλλω]], [[προπηλακίζω]], μόνο σε [[δύο]] χωρία, [[ἴσμεν]] ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν [[ἴσμεν]] εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to mock, to treat contumeliously, to abuse</b> (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Often explained with (H., Suid.) <b class="b3">προπηλακίζειν</b>; so from <b class="b3">*προ-εσ-ελέω</b> (: <b class="b3">ἕλος</b>) prop. <b class="b2">sink in the swamp</b> (Schwyzer 724)?
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[to mock]], [[to treat contumeliously]], [[to abuse]] (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Often explained with (H., Suid.) [[προπηλακίζειν]]; so from <b class="b3">*προ-εσ-ελέω</b> (: [[ἕλος]]) prop. [[sink in the swamp]] (Schwyzer 724)?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[maltreat]], [[insult]], only in two passages, [[ὁρῶν]] ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν [[ἴσμεν]] εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we [[insult]] those whom we [[know]] to be [[noble]], Ar. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=to [[maltreat]], [[insult]], only in two passages, [[ὁρῶν]] ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν [[ἴσμεν]] εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we [[insult]] those whom we [[know]] to be [[noble]], Ar. [deriv. uncertain]
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''προυσελέω''': {prouseléō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[verhöhnen]], [[schmählich behandeln]], [[mißhandeln]] (A. ''Pr''. 438, Ar. ''Ra''. 730).<br />'''Etymology''' : Oft (H., Suid.) mit προπηλακίζειν erklärt; somit aus *προεσελέω (: [[ἕλος]]) eig. [[in den Sumpf senken]] (Schwyzer 724)?<br />'''Page''' 2,604
|ftr='''προυσελέω''': {prouseléō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[verhöhnen]], [[schmählich behandeln]], [[mißhandeln]] (A. ''Pr''. 438, Ar. ''Ra''. 730).<br />'''Etymology''': Oft (H., Suid.) mit προπηλακίζειν erklärt; somit aus *προεσελέω (: [[ἕλος]]) eig. [[in den Sumpf senken]] (Schwyzer 724)?<br />'''Page''' 2,604
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προυσελέω Medium diacritics: προυσελέω Low diacritics: προυσελέω Capitals: ΠΡΟΥΣΕΛΕΩ
Transliteration A: prouseléō Transliteration B: prouseleō Transliteration C: prouseleo Beta Code: prousele/w

English (LSJ)

treat with contumely, outrage, maltreat, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον A.Pr.438 (προσηλούμενον with ε written over η, cod.Med.; προσελούμενον cett.); οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς.. προυσελοῦμεν Ar.Ra.730 cod.Rav. (προσ- cett., προυγελοῦμεν Stob.): προσηλούμενον is written in codd. of Ael.Ep.3; Hsch. has προσέλει· προπηλακίζει, προυγελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν; cf. προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν EM690.11; προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν, Suid.—The etym. is unknown.

German (Pape)

[Seite 795] s. προσελέω.

French (Bailly abrégé)

προυσελῶ :
seul. prés. Act. et Pass.
insulter, outrager, acc..
Étymologie: p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προυσελέω mishandelen, onheus bejegenen.

Russian (Dvoretsky)

προυσελέω: и προσελέω оскорблять, унижать (τινα Aesch., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

προυσελέω: λέξις εὑρισκομένη μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 438 (ἔνθα τὸ Μεδ. ἀντίγραφ. ἔχει προσηλούμενον μετὰ ε ὑπεράνω τοῦ η καὶ τὰ λοιπὰ ἀντίγραφα προσελούμενον)· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς... προυσελοῦμεν (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 730· παρὰ δ’ Ἡσυχίῳ εὑρίσκομεν τὰς γλώσσας προσελεῖ· προπηλακίζει, καὶ προυσελεῖν· προπηλακίζειν, ὑβρίζειν· καὶ ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν· καὶ παρὰ Σουΐδ., προσελοῦμεν· προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν· τέλος δὲ παρὰ Στοβ. 241, 37, φέρεται προυγελοῦμεν ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Ἀριστοφάνους. ― Οὕτως ἡ σημασία τῆς λέξεως εἶναι φανερά, δηλ. προπηλακίζω, ὑβρίζω, ἀλλ’ ὁ τύπος τῆς λέξεως ἐπλάσθη κατ’ εἰκασίαν. Καὶ μέχρι μὲν τοῦ Πόρσωνος οἱ ἐκδόται συμφώνως ἀνεγίνωσκον προσελούμενον, προσελοῦμεν, καὶ ἐδικαιολόγουν τὸ μακρὸν τῆς πρώτης συλλαβῆς κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἀλλ’ ὁ Πόρσων ἀποκατέστησε τὸ γνήσιον τύπον προυσελέω, ἐκ τοῦ Μεγάλ Ἐτυμολ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὴν δὲ εἰκασίαν αὐτοῦ ἐβεβαίωσε μετὰ ταῦτα τὸ Ραβενν. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. (Ἐν τοῖς τύποις προυγελεῖν, -γελοῦμεν (Στοβ.) τὸ γ πιθανῶς παριστάνει ϝ, ἴδε ἐν λέξ. δίγαμμα IV. Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθανῶς προσϝελέω, ὅπερ μετεβλήθη εἰς προ-ϝσελέω, ἢ προυσελέω· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ σϝελέω διαμένει εἰσέτι σκοτεινὴ καὶ μετὰ τὰς ἐρεύνας τοῦ Buttm. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ.

Greek Monotonic

προυσελέω: κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω, προπηλακίζω, μόνο σε δύο χωρία, ἴσμεν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to mock, to treat contumeliously, to abuse (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Often explained with (H., Suid.) προπηλακίζειν; so from *προ-εσ-ελέω (: ἕλος) prop. sink in the swamp (Schwyzer 724)?

Middle Liddell

to maltreat, insult, only in two passages, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we insult those whom we know to be noble, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

προυσελέω: {prouseléō}
Grammar: v.
Meaning: verhöhnen, schmählich behandeln, mißhandeln (A. Pr. 438, Ar. Ra. 730).
Etymology: Oft (H., Suid.) mit προπηλακίζειν erklärt; somit aus *προεσελέω (: ἕλος) eig. in den Sumpf senken (Schwyzer 724)?
Page 2,604