καρτερικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(13_5)
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karterikos
|Transliteration C=karterikos
|Beta Code=karteriko/s
|Beta Code=karteriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of endurance, patient</b>, <span class="bibl">Amips.9</span>, <span class="bibl">Isoc.8.109</span>, etc.; πρὸς Χειμῶνα <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.1</span> (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>412a</span>: Sup., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>38</span>; opp. <b class="b3">μαλακός</b> and distd. from <b class="b3">ἐγκρατής</b> (cf. [[καρτερία]]), <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1150a33</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib. <span class="bibl">1179b33</span>, Marin.<span class="title">Procl.</span>12.</span>
|Definition=καρτερική, καρτερικόν, [[capable of endurance]], [[patient]], Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.1 (Sup.); [[ῥώμη]] κ. πρὸς ἀρετήν Pl.''Def.''412a: Sup., Luc.''Anach.''38; opp. [[μαλακός]] and distinguished from [[ἐγκρατής]] (cf. [[καρτερία]]), [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1150a33. Adv. [[καρτερικῶς]] = [[with firmness]], [[with patience]] ib. 1179b33, Marin.''Procl.''12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ [[φιλόπονος]] Isocr. 2, 45; Ggstz [[μαλακός]] Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ [[φιλόπονος]] Isocr. 2, 45; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[μαλακός]] Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς πρός τι capable de supporter qch;<br /><i>Sp.</i> καρτερικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]].
}}
{{elnl
|elnltext=καρτερικός -ή -όν [καρτερός] [[volhardend]]:; ἀντίκειται... τῷ... μαλακῷ ὁ καρτερικός tegenover de slappeling staat de volhardende Aristot. EN 1150a33; in staat om iets te verdragen:. πρὸς χειμῶνα... καρτερικώτατος het meest bestand tegen winterse koude Xen. Mem. 1.2.1.
}}
{{elru
|elrutext='''καρτερικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[выносливый]] (πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους Xen.; [[ἀνδρεῖος]] καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[терпеливый]], [[упорный]] (κ. καὶ [[φιλόπονος]] Isocr.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καρτερικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αντέχει με [[γενναιότητα]]<br />(«πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπομένει [[χωρίς]] να κάμπτεται<br /><b>3.</b> αυτός που δείχνει [[εμμονή]] και [[σταθερότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρτερικόν</i><br />η [[καρτερικότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζητά από κάποιον [[υπομονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρτερῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρτερικός:''' -ή, -όν ([[καρτερός]]), [[ικανός]] προς [[εγκαρτέρηση]], [[υπομονετικός]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
{{ls
|lstext='''καρτερικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. [[καρτερία]]), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, [[αὐτόθι]] 10. 9. 8.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καρτερικός]], ή, όν [[καρτερός]]<br />[[capable]] of [[endurance]], [[patient]], Xen., Arist.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[enduring]], [[patient]]
}}
}}

Latest revision as of 07:17, 18 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερικός Medium diacritics: καρτερικός Low diacritics: καρτερικός Capitals: ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karterikós Transliteration B: karterikos Transliteration C: karterikos Beta Code: karteriko/s

English (LSJ)

καρτερική, καρτερικόν, capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα X.Mem.1.2.1 (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distinguished from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. καρτερικῶς = with firmness, with patience ib. 1179b33, Marin.Procl.12.

German (Pape)

[Seite 1330] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ φιλόπονος Isocr. 2, 45; Gegensatz μαλακός Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς πρός τι capable de supporter qch;
Sp. καρτερικώτατος.
Étymologie: καρτερός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερικός -ή -όν [καρτερός] volhardend:; ἀντίκειται... τῷ... μαλακῷ ὁ καρτερικός tegenover de slappeling staat de volhardende Aristot. EN 1150a33; in staat om iets te verdragen:. πρὸς χειμῶνα... καρτερικώτατος het meest bestand tegen winterse koude Xen. Mem. 1.2.1.

Russian (Dvoretsky)

καρτερικός:
1 выносливый (πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους Xen.; ἀνδρεῖος καὶ κ. Plut.);
2 терпеливый, упорный (κ. καὶ φιλόπονος Isocr.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καρτερικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα
(«πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.)
2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται
3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καρτερικόν
η καρτερικότητα, η καρτερία
αρχ.
αυτός που ζητά από κάποιον υπομονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερῶ].

Greek Monotonic

καρτερικός: -ή, -όν (καρτερός), ικανός προς εγκαρτέρηση, υπομονετικός, σε Ξεν., Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. καρτερία), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, αὐτόθι 10. 9. 8.

Middle Liddell

καρτερικός, ή, όν καρτερός
capable of endurance, patient, Xen., Arist.

English (Woodhouse)

enduring, patient

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)