καταπισσόω: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapissoo
|Transliteration C=katapissoo
|Beta Code=katapisso/w
|Beta Code=katapisso/w
|Definition=Att. καταπιττόω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cover with pitch</b>, as was done to winejars, etc., <span class="bibl">Cratin.189</span> (Pass.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1109</span>, Gal.17(2).164: metaph., <b class="b2">paint black</b>, opp. <b class="b3">καταχρυσόω</b> (in v. 826), κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>829</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">tar and burn</b> (as a punishment), Heraclid. Pont. ap. <span class="bibl">Ath.12.524a</span>:—Pass., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>473c</span>.</span>
|Definition=Att. [[καταπιττόω]],<br><span class="bld">A</span> [[cover with pitch]], as was done to winejars, etc., Cratin.189 (Pass.), Ar.''Ec.''1109, Gal.17(2).164: metaph., [[paint black]], opp. [[καταχρυσόω]] (in v. 826), κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar.''Ec.''829.<br><span class="bld">II</span> [[tar and burn]] (as a punishment), Heraclid. Pont. ap. Ath.12.524a:—Pass., [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 473c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -πιττόω, verpichen, mit Pech bestreichen; ζῶσαν καταπιττώσαντες Ar. Eccl. 1109; bei Plat. Gorg. 473 c = mit Pech bestreichen und verbrennen; vgl. Ath. XII, 524 a. – Uebertr., κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar. Eccl. 829, anschwärzen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -πιττόω, verpichen, mit Pech bestreichen; ζῶσαν καταπιττώσαντες Ar. Eccl. 1109; bei Plat. Gorg. 473 c = mit Pech bestreichen und verbrennen; vgl. Ath. XII, 524 a. – Übertr., κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar. Eccl. 829, anschwärzen.
}}
{{bailly
|btext=[[καταπισσῶ]] :<br />enduire de poix, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πισσόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταπισσόω Ion. voor καταπιττόω.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπισσόω:''' атт. [[καταπιττόω]]<br /><b class="num">1</b> [[покрывать смолой]], [[осмаливать]] (τινα Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[осмаливать и поджигать]], [[сжигать на медленном огне]] (вид казни) (ἐὰν ἀδικῶν [[ἄνθρωπος]] ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[чернить]], [[хулить]] (τινα Arph.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπισσόω:''' Αττ. -ττόω, μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με [[πίσσα]], [[αλείφω]] με [[πίσσα]] και [[καίω]] (ως [[τιμωρία]]), σε Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπισσόω''': Ἀττ. -ττόω, [[καλύπτω]], διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν [[οἶνον]] πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. [[ὅπως]] ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., [[χρωματίζω]] μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ [[καταχρυσόω]], (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην [[αὐτόθι]] 829. ΙΙ. [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν καὶ [[καίω]], πρὸς τιμωρίαν, [[Ἡρακλ]]. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· [[ἴσως]] ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), [[ἔνθα]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, [[πολλαχῶς]] λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ [[σῶμα]] κορασιῶδες φαίνηται, [[οἷον]] ἦτο τὸ [[ἔργον]] τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι [[σφᾶς]] καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261.
|lstext='''καταπισσόω''': Ἀττ. -ττόω, [[καλύπτω]], διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν [[οἶνον]] πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. [[ὅπως]] ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., [[χρωματίζω]] μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ [[καταχρυσόω]], (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην [[αὐτόθι]] 829. ΙΙ. [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν καὶ [[καίω]], πρὸς τιμωρίαν, Ἡρακλ. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· [[ἴσως]] ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), [[ἔνθα]] συνάπτεται μετὰ τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, [[πολλαχῶς]] λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ [[σῶμα]] κορασιῶδες φαίνηται, [[οἷον]] ἦτο τὸ [[ἔργον]] τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι [[σφᾶς]] καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=-ῶ :<br />enduire de poix, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πισσόω]].
|mdlsjtxt=Attic -ττόω fut. ώσω<br />to [[cover]] with [[pitch]], to [[pitch]] [[over]] and [[burn]] (as a [[punishment]]), Plat.
}}
}}

Latest revision as of 21:48, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπισσόω Medium diacritics: καταπισσόω Low diacritics: καταπισσόω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΣΟΩ
Transliteration A: katapissóō Transliteration B: katapissoō Transliteration C: katapissoo Beta Code: katapisso/w

English (LSJ)

Att. καταπιττόω,
A cover with pitch, as was done to winejars, etc., Cratin.189 (Pass.), Ar.Ec.1109, Gal.17(2).164: metaph., paint black, opp. καταχρυσόω (in v. 826), κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar.Ec.829.
II tar and burn (as a punishment), Heraclid. Pont. ap. Ath.12.524a:—Pass., Pl.Grg. 473c.

German (Pape)

[Seite 1370] att. -πιττόω, verpichen, mit Pech bestreichen; ζῶσαν καταπιττώσαντες Ar. Eccl. 1109; bei Plat. Gorg. 473 c = mit Pech bestreichen und verbrennen; vgl. Ath. XII, 524 a. – Übertr., κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar. Eccl. 829, anschwärzen.

French (Bailly abrégé)

καταπισσῶ :
enduire de poix, acc..
Étymologie: κατά, πισσόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπισσόω Ion. voor καταπιττόω.

Russian (Dvoretsky)

καταπισσόω: атт. καταπιττόω
1 покрывать смолой, осмаливать (τινα Arph.);
2 осмаливать и поджигать, сжигать на медленном огне (вид казни) (ἐὰν ἀδικῶν ἄνθρωπος ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ Plat.);
3 чернить, хулить (τινα Arph.).

Greek Monotonic

καταπισσόω: Αττ. -ττόω, μέλ. -ώσω, καλύπτω με πίσσα, αλείφω με πίσσα και καίω (ως τιμωρία), σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπισσόω: Ἀττ. -ττόω, καλύπτω, διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν οἶνον πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. ὅπως ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., χρωματίζω μὲ μέλαν χρῶμα, μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ καταχρυσόω, (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην αὐτόθι 829. ΙΙ. ἀλείφω μὲ πίσσαν καὶ καίω, πρὸς τιμωρίαν, Ἡρακλ. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· ἴσως ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, πολλαχῶς λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι ἀλείφω μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ σῶμα κορασιῶδες φαίνηται, οἷον ἦτο τὸ ἔργον τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι σφᾶς καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261.

Middle Liddell

Attic -ττόω fut. ώσω
to cover with pitch, to pitch over and burn (as a punishment), Plat.