ἀποπίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(5)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopino
|Transliteration C=apopino
|Beta Code=a)popi/nw
|Beta Code=a)popi/nw
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drink up, drink off</b>, <span class="bibl">Hdt.4.70</span>; ὅσον ἂν ἀποπίῃ <span class="bibl">Critias 33</span>: abs., <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>60</span>.</span>
|Definition=[ῑ], [[drink up]], [[drink off]], [[Herodotus|Hdt.]]4.70; ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias 33: abs., Philostr.''Ep.''60.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[beber hasta el fondo]], [[apurar hasta el fondo]] abs. Hdt.4.70, Philostr.<i>Ep</i>.60, <i>PMag</i>.13.441<br /><b class="num">•</b>ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias B 33.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πίνω]]), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πίνω]]), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπίνω''': [ῑ], μέλλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]] [[μέρος]] τοῦ ποτοῦ, κατεύχονται πολλὰ καὶ [[ἔπειτα]] ἀποπίνουσιν (ἐκ τῆς [[μεγάλης]] κύλικος) Ἡρόδ. 4. 70, [[ἔνθα]] [[ὑπονοητέον]] τὸν [[οἶνον]]· εἰ δὲ καὶ ἀποπίοις ποτέ, πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι Φιλοστρ. Ἐπισπ. 23, σ. 923· μ. γεν., δριμέος ὄξους ἀπέπιεν Συνέσ. 20D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=boire de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίνω]].
|btext=boire de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=[[beber, apurar hasta el fondo]] abs. Hdt.4.70, Philostr.<i>Ep</i>.60, <i>PMag</i>.13.441<br /><b class="num">•</b>ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias B 33.
|elrutext='''ἀποπίνω:''' (ῑ) выпивать Her.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπίνω''': [ῑ], μέλλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]] [[μέρος]] τοῦ ποτοῦ, κατεύχονται πολλὰ καὶ [[ἔπειτα]] ἀποπίνουσιν (ἐκ τῆς [[μεγάλης]] κύλικος) Ἡρόδ. 4. 70, [[ἔνθα]] [[ὑπονοητέον]] τὸν [[οἶνον]]· εἰ δὲ καὶ ἀποπίοις ποτέ, πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι Φιλοστρ. Ἐπισπ. 23, σ. 923· μ. γεν., δριμέος ὄξους ἀπέπιεν Συνέσ. 20D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀποπίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πίνω]] εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br />[[πίνω]] [[μέρος]] μόνο από κάποιο [[ποτό]].
|mltxt=(Α [[ἀποπίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πίνω]] εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br />[[πίνω]] [[μέρος]] μόνο από κάποιο [[ποτό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>-έπῐον</i>· [[πίνω]] [[μέρος]] του ποτού από ένα μεγάλο [[αγγείο]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[drink]] up, [[drink]] off, Hdt.
}}
{{elmes
|esmgtx=[[beber]] λαβὼν τὸ γάλα σὺν τῷ μέλιτι ἀπόπιε πρὶν ἀνατολῆς ἡλίου <b class="b3">toma la leche con la miel y bébela antes de que salga el sol</b> P I 20 ἐπικαλοῦ τοὺς ὡρογε<ν>εῖς ... καὶ τότε ἀπόπιε <b class="b3">invoca a los dioses de las horas y entonces bebe</b> P XIII 441
}}
}}

Latest revision as of 22:06, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίνω Medium diacritics: ἀποπίνω Low diacritics: αποπίνω Capitals: ΑΠΟΠΙΝΩ
Transliteration A: apopínō Transliteration B: apopinō Transliteration C: apopino Beta Code: a)popi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink up, drink off, Hdt.4.70; ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias 33: abs., Philostr.Ep.60.

Spanish (DGE)

beber hasta el fondo, apurar hasta el fondo abs. Hdt.4.70, Philostr.Ep.60, PMag.13.441
ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias B 33.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίνω), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.

French (Bailly abrégé)

boire de, gén..
Étymologie: ἀπό, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίνω: (ῑ) выпивать Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω μέρος τοῦ ποτοῦ, κατεύχονται πολλὰ καὶ ἔπειτα ἀποπίνουσιν (ἐκ τῆς μεγάλης κύλικος) Ἡρόδ. 4. 70, ἔνθα ὑπονοητέον τὸν οἶνον· εἰ δὲ καὶ ἀποπίοις ποτέ, πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι Φιλοστρ. Ἐπισπ. 23, σ. 923· μ. γεν., δριμέος ὄξους ἀπέπιεν Συνέσ. 20D.

Greek Monolingual

ἀποπίνω)
νεοελλ.
πίνω εντελώς
αρχ.
πίνω μέρος μόνο από κάποιο ποτό.

Greek Monotonic

ἀποπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ -έπῐον· πίνω μέρος του ποτού από ένα μεγάλο αγγείο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to drink up, drink off, Hdt.

Léxico de magia

beber λαβὼν τὸ γάλα σὺν τῷ μέλιτι ἀπόπιε πρὶν ἀνατολῆς ἡλίου toma la leche con la miel y bébela antes de que salga el sol P I 20 ἐπικαλοῦ τοὺς ὡρογε<ν>εῖς ... καὶ τότε ἀπόπιε invoca a los dioses de las horas y entonces bebe P XIII 441