διοπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (elru replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioptir
|Transliteration C=dioptir
|Beta Code=diopth/r
|Beta Code=diopth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spy]], [[scout]], στρατοῦ <span class="bibl">Il.10.562</span>: in late Prose, <span class="bibl">Agath.2.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">διάγγελοι καὶ διοπτῆρες</b>, the [[optio|optiones]] and [[tesserarius|tesserarii]] of the Romans, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span>24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[διόπτρα]] ''III'' ([[instrument for examining cavities]], [[dilator]]), <span class="bibl">Aët.16.105</span>.</span>
|Definition=διοπτῆρος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[spy]], [[scout]], στρατοῦ Il.10.562: in late Prose, Agath.2.2.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">διάγγελοι καὶ διοπτῆρες</b>, the [[optio|optiones]] and [[tesserarius|tesserarii]] of the Romans, Plu.''Galb.''24.<br><span class="bld">III</span> = [[διόπτρα]] ''III'' ([[instrument for examining cavities]], [[dilator]]), Aët.16.105.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> éclaireur, espion;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> sorte d'adjudant.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[éclaireur]], [[espion]];<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> sorte d'adjudant.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Späher]], [[Kundschafter]]</i>; στρατοῦ <i>Il</i>. 10.562, der das Heer auskundschaftet, [[ἅπαξ]] εἰρημ.; vgl. [[διοπτεύω]] und [[ὀπτήρ]]; διοπτῆρες καὶ διάγγελοι Plut. <i>Galb</i>. 24 sind die röm. <i>optiones et tesserarii</i>. – Bei Suid. = [[διόπτρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διοπτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[соглядатай]], [[разведчик]] (στρατοῦ τινος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (в Риме, лат. [[optio]]) помощник центуриона Plut.
|elrutext='''διοπτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> соглядатай, разведчик (στρατοῦ τινος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (в Риме, лат. [[optio]]) помощник центуриона Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπτήρ Medium diacritics: διοπτήρ Low diacritics: διοπτήρ Capitals: ΔΙΟΠΤΗΡ
Transliteration A: dioptḗr Transliteration B: dioptēr Transliteration C: dioptir Beta Code: diopth/r

English (LSJ)

διοπτῆρος, ὁ,
A spy, scout, στρατοῦ Il.10.562: in late Prose, Agath.2.2.
II διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, the optiones and tesserarii of the Romans, Plu.Galb.24.
III = διόπτρα III (instrument for examining cavities, dilator), Aët.16.105.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 uno que observa con atención, espía c. gen. obj. διοπτῆρα στρατοῦ ... προέηκε Il.10.562
explorador ἔστειλε ... προφύλακας καὶ διοπτῆρας ἄνδρας ἐς τρισχιλίους Agath.2.2.4, de los optiones, tesserarii οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντες Plu.Galb.24
que todo lo ve de Dios, Doroth.Vis.14, cf. 59.
2 el que observa con la dioptra Hsch.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 éclaireur, espion;
2 à Rome sorte d'adjudant.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Späher, Kundschafter; στρατοῦ Il. 10.562, der das Heer auskundschaftet, ἅπαξ εἰρημ.; vgl. διοπτεύω und ὀπτήρ; διοπτῆρες καὶ διάγγελοι Plut. Galb. 24 sind die röm. optiones et tesserarii. – Bei Suid. = διόπτρα.

Russian (Dvoretsky)

διοπτήρ: ῆρος ὁ
1) соглядатай, разведчик (στρατοῦ τινος Hom.);
2) (в Риме, лат. optio) помощник центуриона Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτήρ: ῆρος, ὁ, κατάσκοπος, πρόσκοπος, κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = διόπτρα ΙΙΙ, Σουΐδ.

English (Autenrieth)

ῆρος: scout, Il. 10.562†.

Greek Monolingual

ο (AM διοπτήρ
Μ και θηλ. διόπτειρα, η)
νεοελλ.
1. όργανο για διόπτευση
2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών
μσν.
θηλ. η διόπτειρα
η οικονόμος
αρχ.-μσν.
κατάσκοπος
αρχ.
1. ανιχνευτής, παρατηρητής
2. υπεύθυνος για τη μετάδοση συνθημάτων κατά τη μάχη
3. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη της μήτρας, διαστολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ οπτήρ < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

διοπτήρ: -ῆρος, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), κατάσκοπος, πρόσκοπος, ιχνηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

n ὄψομαι, fut. of ὁράω
a spy, scout, Il.