ἀγρότης: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agrotis
|Transliteration C=agrotis
|Beta Code=a)gro/ths
|Beta Code=a)gro/ths
|Definition=ἀγρότου, ὁ, ([[ἀγρός]]) ''poet.'' word,<br><span class="bld">A</span> [[countryman]], [[rustic]], ἀγρότης [[ἀνήρ]] E.''Or.''1270, cf. ''App.Anth.''4.20; [[πάροινος]] ἀγρότης ib.5.57.<br><span class="bld">II</span> ([[ἄγρα]]) [[hunter]], οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218, cf. Alcm.23.8; <b class="b3">ἀγρότα Πάν</b>, to whom <b class="b3">δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης</b> are offered, ''AP''6.13 (Leon.):—fem. [[ἀγρότις]], [[νύμφη]] A.R.2.509; ἀ. [[κούρα]], i.e. [[Artemis]], ''AP''6.111 (Antip.); ἀ. [[αἰγανέη]] ib.57 (Paul. Sil.).<br><span class="bld">III</span> for [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''1002 v. [[ἀγρέτης]].
|Definition=ἀγρότου, ὁ, ([[ἀγρός]]) ''poet.'' word,<br><span class="bld">A</span> [[countryman]], [[rustic]], ἀγρότης [[ἀνήρ]] [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1270, cf. ''App.Anth.''4.20; [[πάροινος]] ἀγρότης ib.5.57.<br><span class="bld">II</span> ([[ἄγρα]]) [[hunter]], οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218, cf. Alcm.23.8; <b class="b3">ἀγρότα Πάν</b>, to whom <b class="b3">δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης</b> are offered, ''AP''6.13 (Leon.):—fem. [[ἀγρότις]], [[νύμφη]] A.R.2.509; ἀ. [[κούρα]], i.e. [[Artemis]], ''AP''6.111 (Antip.); ἀ. [[αἰγανέη]] ib.57 (Paul. Sil.).<br><span class="bld">III</span> for [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''1002 v. [[ἀγρέτης]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 20:40, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρότης Medium diacritics: ἀγρότης Low diacritics: αγρότης Capitals: ΑΓΡΟΤΗΣ
Transliteration A: agrótēs Transliteration B: agrotēs Transliteration C: agrotis Beta Code: a)gro/ths

English (LSJ)

ἀγρότου, ὁ, (ἀγρός) poet. word,
A countryman, rustic, ἀγρότης ἀνήρ E.Or.1270, cf. App.Anth.4.20; πάροινος ἀγρότης ib.5.57.
II (ἄγρα) hunter, οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. ἀγρότις, νύμφη A.R.2.509; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).
III for A.Pers.1002 v. ἀγρέτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): fem. ἀγρότα IApoll.12, 14 (ambas heleníst.)
1 campesino, Od.16.218, Aesop.226.3γ, ἀ. ἀνήρ E.Or.1270, Par.Flor.24, cf. App.Anth.5.57.
2 que vive en el campo, agreste de Pan AP 6.13 (Leon.), epít. de Ártemis en Apolonia de Iliria IApoll.l.c., ἀγρόται· ἀγροῖκοι. ἢ θηρευταί Hsch.α 834.
3 que sirve para la caza, cazador ἀ. πέρδιξ = perdiz de reclamo Simm.20.1.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, Landmann, Hom. nur Odyss. 16, 218, im plur.; – adj. ἀγρ. ἀνήρ Eur. Or. 1256; ὄχλος Babr. 34; Πᾶν Anyt. 8 (Plan. 231). – Aesch. Pers. 963, l. d., Anfühler, Bloms. conj. ἀρχέται, Well. ἀγρέται.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
campagnard.
Étymologie: ἀγρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρότης:
I ου ὁ поселянин, крестьянин Hom.
II ου adj. m сельский, деревенский (ἀνήρ Eur.; ὄχλος Babr.).

Greek Monolingual

(I)
ο (Α ἀγρότης) (θηλ. Α ἀγρότις, Ν ἀγρότισσα)
αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός.
ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός.
ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας].
(II)
ἀγρότης, ο (Α) (θηλ. -τις) ἄγρα
κυνηγός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρότης: -ου, ὁ, (ἀγρός) λέξις ποιητική, χωρικός, τῶν ἀγρῶν ἄνθρωπος· ὡς ἐπίθ. ἀγρ. ἀνήρ, Εὐρ. Ὀρ. 1270· πάροινος ἀγρ. ἐπὶ πράγματος ἀτόπου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 311· ΙΙ. (ἄγρα) = ἀγρευτής, κυνηγός˙ οἰωνοί ... οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, Ὀδ. Π.218· ἀγρότα Πάν, εἰς ὃν δίκτυα απ’ ἀγρεσίης προσφέρονται, Ἀνθ. Π. 6. 13: - θηλ. τύπ., νύμφη ἀγρότις, τὸ αὐτὸ καὶ ἀγρομένα, παρὰ Πινδ., Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 509· ἀγρ. κούρα, ἐνν. Ἄρτεμις, Ἀνθ. Π. 6. 111· ἀγρ. αἰγανέη, αὐτ. 57: - Ἐν Ὀδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), κτλ., τινές διατηροῦσι τὴν σημασίαν, χωρικός· ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. ἐν τῷ Λεξ. καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύουσι θηρευταί, καὶ αὕτη ἡ χρῆσις παρὰ τοῖς μεταγ. τῶν μνημονευθέντων ποιητῶν φαίνεται ἀναντίρρητος. ΙΙΙ. περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 1002· ἴδε ἀγρέτης.

English (Autenrieth)

rustic, Od. 16.218.

Greek Monotonic

ἀγρότης: -ου, ὁ (ἀγρός),
I. χωρικός, χωριάτικος, σε Ευρ.
II. (ἄγρα) = ἀγρευτής, κυνηγός, σε Ομήρ. Οδ.· θηλ., ἀγρότις (κούρα), δηλ. η Άρτεμη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀγρός ἄγρα
I. a country-man, rustic, Eur.
II. = ἀγρευτής a hunter, Od.; fem. ἀγρότις, i. e. Artemis, Anth.