πέτρωμα: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(10) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=petroma | |Transliteration C=petroma | ||
|Beta Code=pe/trwma | |Beta Code=pe/trwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class=" | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[mass of stone]], ἱερὸν π. καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Paus.8.15.1.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι</b> to die [[by stoning]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''50,442. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, [[θανεῖν]] λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πέτρωμα:''' ατος τό побиение камнями Eur. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πέτρωμα''': τό, ([[πετρόω]]) [[ὄγκος]] ἀποτελούμενος ἐκ πετρῶν, ἱερὸν [[πέτρωμα]] καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Παυσ. 8. 15, 1. ΙΙ. τὸ φονεύειν τινὰ διὰ πετρῶν, διὰ λιθοβολίας, θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι Εὐρ. Ὀρ. 50. 442. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πετρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> [[συσσωμάτωμα]] ενός ή περισσότερων ορυκτών που καταλαμβάνει [[τμήμα]] του στερεού φλοιού της Γης («εκρηξιγενή, ιζηματογενή, μεταμορφωμένα πετρώματα»)<br /><b>2.</b> η [[μετατροπή]] σε [[πέτρα]], η [[απολίθωση]]<br /><b>3.</b> η [[πήξη]], η [[μεταβολή]] υγρού σε στερεό (α. «το [[πέτρωμα]] του γλυκού» β. «το [[πέτρωμα]] του στήθους της λεχώνας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που έχει σχηματιστεί από τηγμένο υλικό που ονομάζεται [[μάγμα]]<br />β) «ιζηματογενές [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] που αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων ή από υλικά καθίζησης [[μέσα]] σε διαλύματα<br />γ) «μεταμορφωμένο [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] που προέρχεται από πετρώματα τών δύο προηγούμενων κατηγοριών τα οποία υπέστησαν υπό συγκεκριμένες συνθήκες μεταβολές στην ορυκτολογική [[σύσταση]], την υφή και την εσωτερική [[δομή]] τους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />όγκος, [[σωρός]] από πέτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεύσιμον [[πέτρωμα]]» — [[θάνατος]] με [[κατακρήμνιση]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέτρωμα -ατος, τό [πετρόω] [[steniging]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:45, 22 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A mass of stone, ἱερὸν π. καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Paus.8.15.1.
II θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι to die by stoning, E.Or.50,442.
German (Pape)
[Seite 606] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251.
Russian (Dvoretsky)
πέτρωμα: ατος τό побиение камнями Eur.
Greek (Liddell-Scott)
πέτρωμα: τό, (πετρόω) ὄγκος ἀποτελούμενος ἐκ πετρῶν, ἱερὸν πέτρωμα καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Παυσ. 8. 15, 1. ΙΙ. τὸ φονεύειν τινὰ διὰ πετρῶν, διὰ λιθοβολίας, θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι Εὐρ. Ὀρ. 50. 442.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πετρώ
νεοελλ.
1. γεωλ. συσσωμάτωμα ενός ή περισσότερων ορυκτών που καταλαμβάνει τμήμα του στερεού φλοιού της Γης («εκρηξιγενή, ιζηματογενή, μεταμορφωμένα πετρώματα»)
2. η μετατροπή σε πέτρα, η απολίθωση
3. η πήξη, η μεταβολή υγρού σε στερεό (α. «το πέτρωμα του γλυκού» β. «το πέτρωμα του στήθους της λεχώνας»)
4. φρ. α) «εκρηξιγενές πέτρωμα»
γεωλ. πέτρωμα που έχει σχηματιστεί από τηγμένο υλικό που ονομάζεται μάγμα
β) «ιζηματογενές πέτρωμα» — πέτρωμα που αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων ή από υλικά καθίζησης μέσα σε διαλύματα
γ) «μεταμορφωμένο πέτρωμα» — πέτρωμα που προέρχεται από πετρώματα τών δύο προηγούμενων κατηγοριών τα οποία υπέστησαν υπό συγκεκριμένες συνθήκες μεταβολές στην ορυκτολογική σύσταση, την υφή και την εσωτερική δομή τους
μσν.-αρχ.
όγκος, σωρός από πέτρες
αρχ.
φρ. «λεύσιμον πέτρωμα» — θάνατος με κατακρήμνιση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέτρωμα -ατος, τό [πετρόω] steniging.