σύγκολλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkollos
|Transliteration C=sygkollos
|Beta Code=su/gkollos
|Beta Code=su/gkollos
|Definition=σύγκολλον, ([[κόλλα]]) [[glued together]], βάρη Nic.''Fr.''78:—mostly in Adv. [[συγκόλλως]], [[in accordance with]], ἐμοί A.''Supp.''310; <b class="b3">σ. ἔχειν</b> to agree, Id.''Ch.''542; σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι ''App.Anth.''7.6: also neuter plural as adverb, λόγος σύγκολλα.. τεκταίνεται S.''Fr.''867.
|Definition=σύγκολλον, ([[κόλλα]]) [[glued together]], βάρη Nic.''Fr.''78:—mostly in Adv. [[συγκόλλως]], [[in accordance with]], ἐμοί A.''Supp.''310; <b class="b3">σ. ἔχειν</b> to agree, Id.''Ch.''542; σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι ''App.Anth.''7.6: also neuter plural as adverb, λόγος σύγκολλα.. τεκταίνεται [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''867.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:50, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκολλος Medium diacritics: σύγκολλος Low diacritics: σύγκολλος Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: sýnkollos Transliteration B: synkollos Transliteration C: sygkollos Beta Code: su/gkollos

English (LSJ)

σύγκολλον, (κόλλα) glued together, βάρη Nic.Fr.78:—mostly in Adv. συγκόλλως, in accordance with, ἐμοί A.Supp.310; σ. ἔχειν to agree, Id.Ch.542; σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι App.Anth.7.6: also neuter plural as adverb, λόγος σύγκολλα.. τεκταίνεται S.Fr.867.

German (Pape)

[Seite 969] (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῦτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
collé ensemble ; fig. qui s'accorde ou se rapporte exactement.
Étymologie: σύν, κόλλα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκολλος -ον, Att. ook ξύγκολλος [σύν, κόλλα] alleen adv. συγκόλλως in overeenstemming met, met dat.; σ. ἔχειν in overeenstemming zijn Aeschl. Ch. 542.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα
σύμφωνα με κάτι άλλο.
επίρρ...
συγκόλλως Α
1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά
2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» — συμφωνώ, συναινώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. πρόσκολλος].

Greek Monotonic

σύγκολλος: -ον (κόλλα), κολλημένος, συγκολλημένος· επίρρ., συγκόλλως ἔχειν, σε απόλυτη αρμογή, συμφωνία με, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκολλος: -ον, (κόλλα) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. συμφώνως, ἐν συμφωνίᾳ πρός..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λόγος σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.

Middle Liddell

σύγ-κολλος, ον, κόλλα
glued together: adv., συγκόλλως ἔχειν to fit exactly, Aesch.