ἡδυμελής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idymelis
|Transliteration C=idymelis
|Beta Code=h(dumelh/s
|Beta Code=h(dumelh/s
|Definition=Dor. ἁδ-, Aeol. ἀδ-, ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sweet-singing]], χελιδοῖ <span class="bibl">Anacr.67</span>, cf. Sapph.122 (Comp.), <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>2.25</span>; [[sweet-sounding]], ξόανα <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>238</span>, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια σῦριγξ <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>29.287</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ἁδυμελής]], Aeol. [[ἀδυμελής]], ές, [[sweet-singing]], χελιδοῖ Anacr.67, cf. Sapph.122 (Comp.), Pi.''N.''2.25; [[sweet-sounding]], ξόανα [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''238, etc.: ''poet.'' fem., ἡδυμέλεια [[σῦριγξ]] [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 29.287.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ές, angenehm singend; [[ἀηδών]] Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, [[φόρμιγξ]] Pind. Ol. 7, 11, [[φωνή]], ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ές, angenehm singend; [[ἀηδών]] Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, [[φόρμιγξ]] Pind. Ol. 7, 11, [[φωνή]], ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[aux chants agréables]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠμελής:''' дор. ἁδυμελής 2 (ᾱ) издающий сладкие звуки, сладко поющий ([[ἀηδών]] Arph.; [[φόρμιγξ]] Pind.; Μοῦσαι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυμελής''': Δωρ. ἁδυμ-, ές, [[ἡδέως]], ᾄδων, [[γλυκύφθογγος]], Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
|lstext='''ἡδυμελής''': Δωρ. ἁδυμ-, ές, [[ἡδέως]], ᾄδων, [[γλυκύφθογγος]], Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[γλυκά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυμελώς</i><br />με [[γλυκύτητα]], με μελωδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], [[μελωδία]], [[τραγούδι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] («ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[γλυκά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυμελώς</i><br />με [[γλυκύτητα]], με μελωδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], [[μελωδία]], [[τραγούδι]]»), [[πρβλ]]. [[εμμελής]], [[θελξιμελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυμελής:''' ([[μέλος]]), Δωρ. ἁδυ-μ-, -ές, γλυκόφθογγος, αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἡδυμελής:''' ([[μέλος]]), Δωρ. ἁδυ-μ-, -ές, γλυκόφθογγος, αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠμελής:''' дор. ἁδυμελής 2 (ᾱ) издающий сладкие звуки, сладко поющий ([[ἀηδών]] Arph.; [[φόρμιγξ]] Pind.; Μοῦσαι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέλος]]<br />[[sweet]]-strained, [[sweet]]-[[singing]], Pind.
|mdlsjtxt=[[μέλος]]<br />[[sweet]]-strained, [[sweet]]-[[singing]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:03, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠμελής Medium diacritics: ἡδυμελής Low diacritics: ηδυμελής Capitals: ΗΔΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: hēdymelḗs Transliteration B: hēdymelēs Transliteration C: idymelis Beta Code: h(dumelh/s

English (LSJ)

Dor. ἁδυμελής, Aeol. ἀδυμελής, ές, sweet-singing, χελιδοῖ Anacr.67, cf. Sapph.122 (Comp.), Pi.N.2.25; sweet-sounding, ξόανα S.Fr.238, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια σῦριγξ Nonn. D. 29.287.

German (Pape)

[Seite 1153] ές, angenehm singend; ἀηδών Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, φόρμιγξ Pind. Ol. 7, 11, φωνή, ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux chants agréables.
Étymologie: ἡδύς, μέλος II.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠμελής: дор. ἁδυμελής 2 (ᾱ) издающий сладкие звуки, сладко поющий (ἀηδών Arph.; φόρμιγξ Pind.; Μοῦσαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυμελής: Δωρ. ἁδυμ-, ές, ἡδέως, ᾄδων, γλυκύφθογγος, Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.

Greek Monolingual

-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].

Greek Monotonic

ἡδυμελής: (μέλος), Δωρ. ἁδυ-μ-, -ές, γλυκόφθογγος, αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μέλος
sweet-strained, sweet-singing, Pind.