διωλύγιος: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(21)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diolygios
|Transliteration C=diolygios
|Beta Code=diwlu/gios
|Beta Code=diwlu/gios
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">immense, enormous</b>, μήκη δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>890e</span>; μακρὰ . . καὶ δ. φλυαρία <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>162a</span> (Sch. expl. both by <b class="b3">περιβόητος</b> and <b class="b3">σκοτεινός</b>) ; πράγματα <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>123</span>; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.101d</span>; κῦμα δ. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>111</span>; ἤπειρος <span class="bibl">A.R.4.1258</span>; σκότος <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>303</span>; τιμαί <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>11.146b</span>; <b class="b3">πνεῦμα δ</b>., of a water-clock striking, perh. <b class="b2">far-sounding</b>, AP7.641 (Antiphil.); <b class="b2">loud, piercing</b>, φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. <span class="bibl">Agath.1.12</span>: neut. as Adv., δ. ἀνῴμωζον <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>7.6.4</span>; δ. ἀνεβόησεν <span class="bibl">Charito 3.3</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>26.47</span>. (Etym. unknown: expld. by <b class="b3">ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον</b>, Hsch.; by <b class="b3">μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον</b>, Suid.) </span>
|Definition=[ῠ], ον, [[immense]], [[enormous]], μήκη δ. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''890e; μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Id.''Tht.''162a (Sch. expl. both by [[περιβόητος]] and [[σκοτεινός]]); πράγματα Is.''Fr.''123; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.''Or.''2.101d; κῦμα δ. Call.''Fr.''111; ἤπειρος A.R.4.1258; σκότος Dam.''Isid.''303; τιμαί Them.''Or.''11.146b; <b class="b3">πνεῦμα δ.</b>, of a water-clock striking, perhaps [[far-sounding]], AP7.641 (Antiphil.); [[loud]], [[piercing]], φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12: neut. as adverb, δ. ἀνῴμωζον J.''BJ''7.6.4; δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3, Lib.''Decl.''26.47. (Etym. unknown: expld. by <b class="b3">ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; by <b class="b3">μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον</b>, Suid.)  
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''διωλύγιος''': -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ [[ἔννοια]] τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, [[εἶναι]] ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. [[φλυαρία]] Θεαιτ. 161D· [[συχνάκις]] οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, [[κῦμα]] δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, [[πνεῦμα]] δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) [[ἴσως]] ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. διολ- Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -ίη A.R.4.1258]<br /><b class="num">1</b> [[inmenso]], [[enorme]] μήκη Pl.<i>Lg</i>.890e, πράγματα Is.<i>Fr</i>.123, μακρὸς ... ὁ λόγος καὶ δ. Iul.<i>Or</i>.3.101d, κῦμα Call.<i>Fr</i>.713, ἐρήμη πέζα διωλυγίης ... ἠπείροιο A.R.l.c., ἐκτάσεις Ph.1.247, σκότος Dam.<i>Isid</i>.303, τιμαί Them.<i>Or</i>.11.146b.<br /><b class="num">2</b> [[alto]], [[agudo]], [[chillón]] (ἀοιδαί) Pi.<i>Fr</i>.52r.5 (cj. ap. crít.), μακρὰ ... καὶ δ. φλυαρία Pl.<i>Tht</i>.162a, πνεῦμα διωλύγιον agudo pitido</i> emitido por una clepsidra <i>AP</i> 7.641 (Antiphil.), φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον Agath.1.12.8<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. διωλύγιον [[de forma aguda o sonora]] ἀνεβόησεν Charito 3.3.15, Lib.<i>Decl</i>.26.47, ἐκώκυσε Ach.Tat.1.13.1, ἀνωλόλυξεν μέγα καὶ δ. <i>Erot.Fr.Pap.Call</i>.5, ἀνῳμώζων I.<i>BI</i> 7.202, κιθαρίζων Orph.<i>A</i>.408, cf. Hsch., Sud.<br /><b class="num">3</b> fig. [[pesado]] ὁ βαθὺς καὶ δ. ὕπνος Ph.1.680.<br /><b class="num">II</b> διωλύγιον· eol. τὸ μὴ ἀπολλύμενον Phot.δ 683.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud.: ¿rel. ἠλύγη, q.u.? ¿etim. pop. por ὀλολυγή?
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne au loin ; <i>p. ext.</i> immense.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀλολύζω]].
|btext=ος, ον :<br />qui résonne au loin ; <i>p. ext.</i> immense.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀλολύζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διωλύγιος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[издалека звучащий]], [[далеко слышный]] ([[φλυαρία]] Plat.; [[πνεῦμα]] αὐλοῦ Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[далеко простирающийся]], [[огромный]], [[безмерный]] (μήκη Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''διωλύγιος''': -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ [[ἔννοια]] τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, [[εἶναι]] ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. [[φλυαρία]] Θεαιτ. 161D· [[συχνάκις]] οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, [[κῦμα]] δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, [[πνεῦμα]] δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) [[ἴσως]] ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.
|sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.
}}
}}
{{Slater
{{grml
|sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.
|mltxt=[[διωλύγιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτεταμένος]], [[υπερμεγέθης]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[οξύς]], [[διαπεραστικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διωλύγιος:''' -α, -ον, [[υπερβολικός]], [[υπερμεγέθης]], [[άπειρος]], [[απέραντος]], σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: uncertain (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e); [[διωλύγιον]] acc. to H. = <b class="b3">ἠχοῦν ἐπὶ πολύ</b>, [[μέγα]], <b class="b3">καὶ σφοδρόν</b>, [[διατεταμένον]]; acc. to the sch. on Pl. = [[περιβόητος]] and [[σκοτεινός]], i.e. connected with [[ὀλολυγή]] and [[ἠλύγη]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The places in Plato (<b class="b3">διωλύγιος φλυαρία</b> and. <b class="b3">μήκη διωλύγια</b>) are not clear.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i><br />far-[[sounding]], [[enormous]], [[immense]], Plat. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''διωλύγιος''': {diōlúgios}<br />'''Meaning''': Adj. unsicherer Bed. (Pl. ''Tht''. 162a, ''Lg''. 890e, hell. und spät); διωλύγιον nach H. = ἠχοῦν ἐπὶ [[πολύ]], [[μέγα]], καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; nach den Sch. zu Pl. = [[περιβόητος]] und [[σκοτεινός]], mithin sowohl auf [[ὀλολυγή]] wie auf [[ἠλύγη]] bezogen.<br />'''Etymology''': Die Beziehung auf [[ὀλολυγή]] überwiegt in späterer Literatur (etwa [[laut jammernd]], [[weit tönend]]); die Platonstellen ([[διωλύγιος]] [[φλυαρία]] bzw. μήκη διωλύγια) sind nicht eindeutig.<br />'''Page''' 1,402
}}
}}

Latest revision as of 13:09, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωλύγιος Medium diacritics: διωλύγιος Low diacritics: διωλύγιος Capitals: ΔΙΩΛΥΓΙΟΣ
Transliteration A: diōlýgios Transliteration B: diōlygios Transliteration C: diolygios Beta Code: diwlu/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον, immense, enormous, μήκη δ. Pl.Lg.890e; μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Id.Tht.162a (Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός); πράγματα Is.Fr.123; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d; κῦμα δ. Call.Fr.111; ἤπειρος A.R.4.1258; σκότος Dam.Isid.303; τιμαί Them.Or.11.146b; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perhaps far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing, φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12: neut. as adverb, δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4; δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. διολ- Hsch.
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [fem. -ίη A.R.4.1258]
1 inmenso, enorme μήκη Pl.Lg.890e, πράγματα Is.Fr.123, μακρὸς ... ὁ λόγος καὶ δ. Iul.Or.3.101d, κῦμα Call.Fr.713, ἐρήμη πέζα διωλυγίης ... ἠπείροιο A.R.l.c., ἐκτάσεις Ph.1.247, σκότος Dam.Isid.303, τιμαί Them.Or.11.146b.
2 alto, agudo, chillón (ἀοιδαί) Pi.Fr.52r.5 (cj. ap. crít.), μακρὰ ... καὶ δ. φλυαρία Pl.Tht.162a, πνεῦμα διωλύγιον agudo pitido emitido por una clepsidra AP 7.641 (Antiphil.), φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον Agath.1.12.8
neutr. como adv. διωλύγιον de forma aguda o sonora ἀνεβόησεν Charito 3.3.15, Lib.Decl.26.47, ἐκώκυσε Ach.Tat.1.13.1, ἀνωλόλυξεν μέγα καὶ δ. Erot.Fr.Pap.Call.5, ἀνῳμώζων I.BI 7.202, κιθαρίζων Orph.A.408, cf. Hsch., Sud.
3 fig. pesado ὁ βαθὺς καὶ δ. ὕπνος Ph.1.680.
II διωλύγιον· eol. τὸ μὴ ἀπολλύμενον Phot.δ 683.
• Etimología: Dud.: ¿rel. ἠλύγη, q.u.? ¿etim. pop. por ὀλολυγή?

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne au loin ; p. ext. immense.
Étymologie: διά, ὀλολύζω.

Russian (Dvoretsky)

διωλύγιος: (ῠ)
1 издалека звучащий, далеко слышный (φλυαρία Plat.; πνεῦμα αὐλοῦ Anth.);
2 далеко простирающийся, огромный, безмерный (μήκη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διωλύγιος: -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Θεαιτ. 161D· συχνάκις οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, κῦμα δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, πνεῦμα δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) ἴσως ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος).

English (Slater)

διωλύγιος] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.

Greek Monolingual

διωλύγιος, -ον (Α)
1. εκτεταμένος, υπερμεγέθης
2. (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός.

Greek Monotonic

διωλύγιος: -α, -ον, υπερβολικός, υπερμεγέθης, άπειρος, απέραντος, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e); διωλύγιον acc. to H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; acc. to the sch. on Pl. = περιβόητος and σκοτεινός, i.e. connected with ὀλολυγή and ἠλύγη.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The places in Plato (διωλύγιος φλυαρία and. μήκη διωλύγια) are not clear.

Middle Liddell

adj
far-sounding, enormous, immense, Plat. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

διωλύγιος: {diōlúgios}
Meaning: Adj. unsicherer Bed. (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e, hell. und spät); διωλύγιον nach H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; nach den Sch. zu Pl. = περιβόητος und σκοτεινός, mithin sowohl auf ὀλολυγή wie auf ἠλύγη bezogen.
Etymology: Die Beziehung auf ὀλολυγή überwiegt in späterer Literatur (etwa laut jammernd, weit tönend); die Platonstellen (διωλύγιος φλυαρία bzw. μήκη διωλύγια) sind nicht eindeutig.
Page 1,402