μηδαμῇ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(8)
 
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=mēdamē
|Transliteration B=mēdamē
|Transliteration C=midami
|Transliteration C=midami
|Beta Code=mhdamh=|
|Beta Code=mhdamh=|
|Definition=Adv., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μηδαμοῦ]], μ. χάλα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>58</span>; = [[μηδαμά]], μὴ φύγητε μ. <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>789</span>; <b class="b3">μὴ προσπαίζοντας</b> μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>778a</span>; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς <span class="bibl">D.45.38</span>.</span>
|Definition=Adv., = [[μηδαμοῦ]], μ. χάλα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''58; = [[μηδαμά]], μὴ φύγητε μ. S.''Ph.''789; <b class="b3">μὴ προσπαίζοντας</b> μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''778a; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς D.45.38.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[en aucune manière]], [[nullement]].<br />'''Étymologie:''' dat. fém. sg. de [[μηδαμός]].
}}
{{ls
|lstext='''μηδᾰμῇ''': ἢ μηδᾰμὰ (ἴδε ἐν λ. οὐδαμῇ), ἐπίρρ. τοῦ [[μηδαμός]], ἐν χρήσει [[κυρίως]] ἐπὶ τρόπου, κατ’ οὐδένα τρόπον, [[μηδαμῶς]], [[συχνάκις]] παρ’ Ἡροδ. μετ’ ἄλλου μὴ ἢ συνθέτου τοῦ μή, μηδ’ ἄλλων μηδαμὰ μηδαμῶν ἀνθρώπων 2. 91· μηδαμὰ μηδὲν 7. 50· [[μηδαμῇ]] χάλα Αἰσχύλ. Πρ. 58, πρβλ. 426· τόδ’ [[ἴσθι]] μηδάμ’ ἡμέρᾳ μιᾷ [[πλῆθος]] τοσουτάριθμον... θανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 431· μὴ φύγητε [[μηδαμῇ]] Σοφ. Φιλ. 789· ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ’ ἐμοῦ μηδαμὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1162.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηδαμῇ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (τρόπου) με κανέναν τρόπο<br /><b>2.</b> (τόπου) σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] «[[κανένας]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῇ</i> ([[πρβλ]]. [[κρυφῇ]], [[οὑδαμῇ]])].
}}
{{pape
|ptext== [[μηδαμῆ]].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμῇ Medium diacritics: μηδαμῇ Low diacritics: μηδαμή Capitals: ΜΗΔΑΜΗ
Transliteration A: mēdamē̂i Transliteration B: mēdamē Transliteration C: midami Beta Code: mhdamh=|

English (LSJ)

Adv., = μηδαμοῦ, μ. χάλα A.Pr.58; = μηδαμά, μὴ φύγητε μ. S.Ph.789; μὴ προσπαίζοντας μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις Pl.Lg.778a; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς D.45.38.

French (Bailly abrégé)

adv.
en aucune manière, nullement.
Étymologie: dat. fém. sg. de μηδαμός.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμῇ: ἢ μηδᾰμὰ (ἴδε ἐν λ. οὐδαμῇ), ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐν χρήσει κυρίως ἐπὶ τρόπου, κατ’ οὐδένα τρόπον, μηδαμῶς, συχνάκις παρ’ Ἡροδ. μετ’ ἄλλου μὴ ἢ συνθέτου τοῦ μή, μηδ’ ἄλλων μηδαμὰ μηδαμῶν ἀνθρώπων 2. 91· μηδαμὰ μηδὲν 7. 50· μηδαμῇ χάλα Αἰσχύλ. Πρ. 58, πρβλ. 426· τόδ’ ἴσθι μηδάμ’ ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον... θανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 431· μὴ φύγητε μηδαμῇ Σοφ. Φιλ. 789· ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ’ ἐμοῦ μηδαμὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1162.

Greek Monolingual

μηδαμῇ (Α)
επίρρ.
1. (τρόπου) με κανέναν τρόπο
2. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. κρυφῇ, οὑδαμῇ)].

German (Pape)

μηδαμῆ.