Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βάμμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → Nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vamma
|Transliteration C=vamma
|Beta Code=ba/mma
|Beta Code=ba/mma
|Definition=ατος, τό, (βάπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that in which a thing is dipped]], [[dye]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 956a</span>; <b class="b3">βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν</b>, v. [[βάπτω]] <span class="bibl">1.2</span>: in plural, διάφορα β. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>914.7</span> (v A. D.); <b class="b3">β. λευκώματος</b> a whitish [[tinge]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span> 813a28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sauce]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>622</span>, cf. Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[βάμβα]]. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[ὄα]], <span class="title">AB</span>362.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[βάπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[that in which a thing is dipped]], [[dye]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 956a; <b class="b3">βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν</b>, v. [[βάπτω]] 1.2: in plural, διάφορα β. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''914.7 (v A. D.); <b class="b3">β. λευκώματος</b> a whitish [[tinge]], Arist.''Phgn.'' 813a28.<br><span class="bld">II</span> [[sauce]], Nic.''Th.''622, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[βάμβα]].<br><span class="bld">III</span> = [[ὄα]], ''AB''362.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />teinture.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[teinture]].<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ.
|elnltext=[[βάμμα]] -ατος, τό [[βάπτω]] waar je iets in doopt: verf(bad), tint:. [[ἵνα]] μή σε βάψω [[βάμμα]] Σαρδιανικόν opdat ik je niet Sardisch rood verf (nl. door te slaan) Aristoph. Ach. 112.
}}
{{elru
|elrutext='''βάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[красящее вещество]], [[краситель]], [[краска]] (χρώματα καὶ βάμματα Plut.): β. Σαρδιανικὸν βάψαι τινά ирон. Arph. окрасить кого-л. в сардинскую краску, т. е. избить до крови;<br /><b class="num">2</b> [[крашеная ткань]] Plat.;<br /><b class="num">3</b> [[окраска]], [[цвет]] . λευκώματος Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βάμμα:''' -ατος, τὸ ([[βάπτω]]), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται [[κάτι]], [[βαφή]], [[χρώμα]], σε Πλατ.· βλ. [[βάπτω]].
|lsmtext='''βάμμα:''' -ατος, τὸ ([[βάπτω]]), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται [[κάτι]], [[βαφή]], [[χρώμα]], σε Πλατ.· βλ. [[βάπτω]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[красящее вещество]], [[краситель]], [[краска]] (χρώματα καὶ βάμματα Plut.): β. Σαρδιανικὸν βάψαι τινά ирон. Arph. окрасить кого-л. в сардинскую краску, т. е. избить до крови;<br /><b class="num">2)</b> [[крашеная ткань]] Plat.;<br /><b class="num">3)</b> [[окраска]], [[цвет]] (β. λευκώματος Arst.).
|lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάμμα]] -ατος, τό [[βάπτω]] waar je iets in doopt: verf(bad), tint:. [[ἵνα]] μή σε βάψω [[βάμμα]] Σαρδιανικόν opdat ik je niet Sardisch rood verf (nl. door te slaan) Aristoph. Ach. 112.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 13:11, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάμμα Medium diacritics: βάμμα Low diacritics: βάμμα Capitals: ΒΑΜΜΑ
Transliteration A: bámma Transliteration B: bamma Transliteration C: vamma Beta Code: ba/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, (βάπτω)
A that in which a thing is dipped, dye, Pl.Lg. 956a; βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, v. βάπτω 1.2: in plural, διάφορα β. POxy.914.7 (v A. D.); β. λευκώματος a whitish tinge, Arist.Phgn. 813a28.
II sauce, Nic.Th.622, cf. Hsch. s.v. βάμβα.
III = ὄα, AB362.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1tintura, tinte βάμματα δὲ μὴ προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα Pl.Lg.956a, διάφορα βάμματα POxy.914.7 (V d.C.), cf. PMich.160.7, 13 (IV/V d.C.), β. Σαρδιανικόν tinte de Sardes de color rojo, ref. a la sangre, Ar.Ach.112, Pax 1174, β. Κυζικηνικόν tinte de Cízico de color amarillo, ref. a los excrementos, Ar.Pax 1176
color que da el tinte βάμμα λευκώματος tinte blanquecino Arist.Phgn.813a28
de tejidos σκῦλα βαμμάτων Σισαρα telas de colores como botín para Sísara LXX Id.5.30, ἐπ' ἀμφιέσμασιν καὶ βάμμασιν Fauorin.de Ex.18.18, τὰ βάμματα telas teñidas D.Chr.77/78.4, Hsch.
2 en pintura pigmento οἱ γραφεῖς ἀνθηρὰ χρώματα καὶ βάμματα μιγνύουσιν Plu.2.54e.
II vinagre εἰ δὲ σύ γε τρίψας ὀλίγῳ ἐν βάμματι κάμπην Nic.Th.87, cf. 622, ἐν βάμματι τήξας Nic.Al.369, de una mezcla de miel y vinagre ἐν βάμματι σίμβλων Nic.Al.49.
III bot. sorbo, Sorbus domestica, AB 362.

German (Pape)

[Seite 431] τό, Alles, worin etwas eingetaucht wird, bes. Farbe, Plat. Legg. XII, 956 a; Brühe, Nic. Th. 622 u. öfter; βάμμα.Σαρδιανικόν, sardinische Purpurfärberei, kom. von einem blutig Geschlagenen, Prügelsuppe, Ar. Ach. 112.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
teinture.
Étymologie: βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάμμα -ατος, τό βάπτω waar je iets in doopt: verf(bad), tint:. ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν opdat ik je niet Sardisch rood verf (nl. door te slaan) Aristoph. Ach. 112.

Russian (Dvoretsky)

βάμμα: ατος τό
1 красящее вещество, краситель, краска (χρώματα καὶ βάμματα Plut.): β. Σαρδιανικὸν βάψαι τινά ирон. Arph. окрасить кого-л. в сардинскую краску, т. е. избить до крови;
2 крашеная ткань Plat.;
3 окраска, цвет (β. λευκώματος Arst.).

Greek Monolingual

το (AM βάμμα) βάπτω
χρωστική ουσία, βαφή
μσν.- νεοελλ.
βαμμένη τούφα από μαλλί
νεοελλ.
διάλυμα ουσίας σε αιθυλική αλκοόλη ή σε μίγματα αιθυλικής αλκοόλης και νερού, και αιθυλικής αλκοόλης και αιθέρα
μσν.
χρωματισμός, χρώμα
αρχ.
1. το υγρό παρασκεύασμα μέσα στο οποίο βάφεται κάτι, η βαφή
2. είδος σάλτσας
3. η ούγια του υφάσματος.

Greek Monotonic

βάμμα: -ατος, τὸ (βάπτω), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται κάτι, βαφή, χρώμα, σε Πλατ.· βλ. βάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

βάμμα: τὸ, (βάπτω) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, βαφή, χρῶμα, Πλάτ. Νόμ. 956Α · βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε βάπτω 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ βαφή, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. ἔμβαμμα (σάλτσα), καρύκευμα, Νίκ. Θ. 622, κτλ.

Middle Liddell

βάπτω
that in which a thing is dipped, dye, Plat., v. βάπτω I. 3.

English (Woodhouse)

dye

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)