ἀντάξιος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antaksios | |Transliteration C=antaksios | ||
|Beta Code=a)nta/cios | |Beta Code=a)nta/cios | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον | |Definition=α, ον, also ος, ον Theoc.17.114:—<br><span class="bld">A</span> [[worth just as much as]], c. gen., <b class="b3">ψυχῆς ἀ.</b> [[worth]] life [[itself]], Il.9.401; πολλῶν ἀ. ἄλλων 11.514; <b class="b3">ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀ.</b> [[worth as much as]] ten, [[Herodotus|Hdt.]]7.103, cf. 2.148, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''730d, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.10.3 etc.; [[worthy of]], [[τέχνας]] Theoc.l.c.<br><span class="bld">2</span> abs., [[worth as much]], [[worth no less]], Il.1.136. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ος, -ον Theoc.17.114]<br /><b class="num">1</b> [[que vale tanto como]], [[equivalente a]], [[digno de]] c. gen. οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον pues no hay (nada) que valga tanto como mi vida</i>, <i>Il</i>.9.401, ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀ. ἄλλων <i>Il</i>.11.514, cf. Pl.<i>Plt</i>.297e, Luc.<i>Deor.Con</i>.6, [[ἕκαστος]] [[δέκα]] ἀνδρῶν ... ἀ. Hdt.7.103, de una pirámide πολλῶν ... Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων Hdt.2.148, ἡ πόλις ἀ. σου ἐλεύσιος Hp.<i>Ep</i>.10, ὁ μὲν γὰρ ἑνός, ὁ δὲ πολλῶν ἀ. Pl.<i>Lg</i>.730d, πᾶς ... χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀ. Pl.<i>Lg</i>.728a, πολλῶν οἰκετῶν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι X.<i>Mem</i>.2.10.3, δωτίναν ἀντάξιον ... τέχνας Theoc.17.114, οὐδὲ γὰρ κυνὸς ἀ. οὐδ' ὄνου ... δειλὸς ἀνὴρ καὶ [[ἄναλκις]] Plu.2.32f, πάντων ἀντάξιον ... τῶν ἄλλων Aristid.1.182, τὸ θεραπεύεν τὼς θεώς, βασιλέως ἀντάξιον Diotog.2, τὰς ἁρπαγὰς ἀνταξίας τῶν κινδύνων D.C.36.16.3, φανεῖσθαι δ' αὐτῷ παντὸς ἀντάξιον ἀγαθοῦ I.<i>AI</i> 1.292, ἑνὸς πλέθρου κἂν χιλίων ἀνταξίου γενομένου I.<i>AI</i> 5.78, ἀ. σωτηρίας μισθόν Clem.Al.<i>Prot</i>.9.85.4, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionado a]], [[propio de]] c. dat. ἀνταξίας ἀμοιβὰς αὐτῷ compensaciones adecuadas para él</i>, <i>MAMA</i> 8.421.24 (Afrodisias), ἀνδρὶ δὲ ἐλευθέρῳ ... οὐκ ἀνταξίαν ... τὴν ὕβριν Ael.<i>VH</i> 12.62.<br /><b class="num">3</b> [[de estimable valor]], [[suficiente]] abs. ὅπως ἀντάξιον ἔσται <i>Il</i>.1.136, φωναί Epicur.<i>Fr</i>.[119] 12. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] gleichviel | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] gleichviel wert, aufwiegend, [[γέρας]] ἀντάξιον Iliad. 1, 136; ἰητρὸς ἀνὴρ πολλῶν ἀντ. ἄλλων Il. 11, 514, vgl. Plat. Conv. 214 b; ψυχῆς ἀντάξιον, so viel wert, wie das Leben, Iliad. 9, 401; κείνων [[ἕκαστος]] [[δέκα]] ἀνδρῶν ἀντ. Her. 7, 103 u. 2, 146; πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντ. Plat. Legg. V, 728 a; Folgd. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />équivalent à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἄξιος]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />équivalent à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἄξιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντάξιος:''' 3, Theocr. 2 равноценный ([[γέρας]] Hom.; ἀ. τινος Hom., Xen., Plat., Plut.): πυραμὶς πολλῶν Ἑλληνικῶν ἔργων ἀνταξίη Her. пирамида, стоящая многих греческих сооружений (вместе взятых); πολλῶν ἀ. ἄλλων Hom., Plut. стоящий многих других. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀντάξιος''': -α, -ον, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων Λ. 514˙ [[ἕκαστος]] [[δέκα]] ἀνδρῶν ἀντ., [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς [[δέκα]] ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, [[ἰσάξιος]], ἄρσαντες κατὰ θυμόν, [[ὅπως]] ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. ([[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 55). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ον: equivalent in [[value]], [[worth]]; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων, Il. 11.514. (Il.) | |auten=ον: equivalent in [[value]], [[worth]]; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων, Il. 11.514. (Il.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''ἀντάξιος:''' -α, -ονκαι —ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[ισάξιος]], [[άξιος]] επακριβώς, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., όχι κατώτερης αξίας, [[ισότιμος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀντάξιος:''' -α, -ονκαι —ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[ισάξιος]], [[άξιος]] επακριβώς, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., όχι κατώτερης αξίας, [[ισότιμος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> [[worth]] [[just]] as [[much]] as, c. gen., Il., Hdt., [[Attic]]<br /><b class="num">2.</b> absol. [[worth]] as [[much]], [[worth]] no [[less]], Il. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[equivalent to]], [[equal to in worth]], [[set off]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 March 2024
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Theoc.17.114:—
A worth just as much as, c. gen., ψυχῆς ἀ. worth life itself, Il.9.401; πολλῶν ἀ. ἄλλων 11.514; ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀ. worth as much as ten, Hdt.7.103, cf. 2.148, Pl.Lg.730d, X.Mem.2.10.3 etc.; worthy of, τέχνας Theoc.l.c.
2 abs., worth as much, worth no less, Il.1.136.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Theoc.17.114]
1 que vale tanto como, equivalente a, digno de c. gen. οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον pues no hay (nada) que valga tanto como mi vida, Il.9.401, ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀ. ἄλλων Il.11.514, cf. Pl.Plt.297e, Luc.Deor.Con.6, ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ... ἀ. Hdt.7.103, de una pirámide πολλῶν ... Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων Hdt.2.148, ἡ πόλις ἀ. σου ἐλεύσιος Hp.Ep.10, ὁ μὲν γὰρ ἑνός, ὁ δὲ πολλῶν ἀ. Pl.Lg.730d, πᾶς ... χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀ. Pl.Lg.728a, πολλῶν οἰκετῶν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι X.Mem.2.10.3, δωτίναν ἀντάξιον ... τέχνας Theoc.17.114, οὐδὲ γὰρ κυνὸς ἀ. οὐδ' ὄνου ... δειλὸς ἀνὴρ καὶ ἄναλκις Plu.2.32f, πάντων ἀντάξιον ... τῶν ἄλλων Aristid.1.182, τὸ θεραπεύεν τὼς θεώς, βασιλέως ἀντάξιον Diotog.2, τὰς ἁρπαγὰς ἀνταξίας τῶν κινδύνων D.C.36.16.3, φανεῖσθαι δ' αὐτῷ παντὸς ἀντάξιον ἀγαθοῦ I.AI 1.292, ἑνὸς πλέθρου κἂν χιλίων ἀνταξίου γενομένου I.AI 5.78, ἀ. σωτηρίας μισθόν Clem.Al.Prot.9.85.4, cf. Hsch.
2 proporcionado a, propio de c. dat. ἀνταξίας ἀμοιβὰς αὐτῷ compensaciones adecuadas para él, MAMA 8.421.24 (Afrodisias), ἀνδρὶ δὲ ἐλευθέρῳ ... οὐκ ἀνταξίαν ... τὴν ὕβριν Ael.VH 12.62.
3 de estimable valor, suficiente abs. ὅπως ἀντάξιον ἔσται Il.1.136, φωναί Epicur.Fr.[119] 12.
German (Pape)
[Seite 244] gleichviel wert, aufwiegend, γέρας ἀντάξιον Iliad. 1, 136; ἰητρὸς ἀνὴρ πολλῶν ἀντ. ἄλλων Il. 11, 514, vgl. Plat. Conv. 214 b; ψυχῆς ἀντάξιον, so viel wert, wie das Leben, Iliad. 9, 401; κείνων ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ. Her. 7, 103 u. 2, 146; πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντ. Plat. Legg. V, 728 a; Folgd.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
équivalent à, gén..
Étymologie: ἀντί, ἄξιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντάξιος: 3, Theocr. 2 равноценный (γέρας Hom.; ἀ. τινος Hom., Xen., Plat., Plut.): πυραμὶς πολλῶν Ἑλληνικῶν ἔργων ἀνταξίη Her. пирамида, стоящая многих греческих сооружений (вместе взятых); πολλῶν ἀ. ἄλλων Hom., Plut. стоящий многих других.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάξιος: -α, -ον, ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων Λ. 514˙ ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ., ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς δέκα ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, ἰσάξιος, ἄρσαντες κατὰ θυμόν, ὅπως ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. (Ζεὺς Τραγ. 55).
English (Autenrieth)
ον: equivalent in value, worth; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων, Il. 11.514. (Il.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM αντάξιος, -α, -ον)
ο ισάξιος, ο ίσος ως προς την αξία με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
ἀντάξιος: -α, -ονκαι —ος, -ον,
1. ισάξιος, άξιος επακριβώς, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. απόλ., όχι κατώτερης αξίας, ισότιμος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
1. worth just as much as, c. gen., Il., Hdt., Attic
2. absol. worth as much, worth no less, Il.