ἐξορθόω: Difference between revisions
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksorthoo | |Transliteration C=eksorthoo | ||
|Beta Code=e)corqo/w | |Beta Code=e)corqo/w | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[set upright]], τὸ πεσόν Pl.''Lg.''862c.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[set right]], [[correct]], τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.''Ant.''83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.''Ti.''90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.''Supp.''1083, cf. 1086. | |Definition=<span class="bld">A</span> [[set upright]], τὸ πεσόν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''862c.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[set right]], [[correct]], τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.''Ant.''83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.''Ti.''90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.''Supp.''1083, cf. 1086. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 23 March 2024
English (LSJ)
A set upright, τὸ πεσόν Pl.Lg.862c.
2 metaph., set right, correct, τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.Ant.83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.Ti.90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.Supp.1083, cf. 1086.
German (Pape)
[Seite 887] gerade aufrichten, emporrichten; τὸ πεσόν Plat. Legg. IX, 862 c; herstellen, verbessern, πότμον Soph. Ant. 83; τὰς διεφθαρμένας περιόδους Plat. Tim. 90 d. – Med. sich bessern, Eur. Suppl. 1083.
French (Bailly abrégé)
ἐξορθῶ :
relever, redresser, rétablir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορθόω:
1 поднимать или (вновь) ставить на ноги (τὸ πεσόν Plat.);
2 исправлять, улучшать (διεφθαρμένον τι Plat.; med. γνώμαισιν ὑστέραισιν Eur.): τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Soph. позаботься о своей судьбе.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορθόω: ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, ἐξασφαλίζω, μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.
Greek Monotonic
ἐξορθόω: μέλ. -ώσω, ανορθώνω· μεταφ., επανορθώνω, εξασφαλίζω, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, παλινορθώ, επιδιορθώνω, σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to set upright: metaph. to set right, secure, restore, Soph.: Pass., Eur.