εὕρεσις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(CSV import)
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyresis
|Transliteration C=eyresis
|Beta Code=eu(/resis
|Beta Code=eu(/resis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a finding]], [[discovery]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>336e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span>436a</span>; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>102</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of writings, [[invention]], [[conception]], <b class="b3">παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν</b>, opp. <b class="b3">χρῆσις</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>51</span>, cf. <span class="title">Stoic.</span>2.96.</span>
|Definition=εὑρέσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> a [[finding]], [[discovery]], Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' [[ἀφαίρεσις]] Men.Epit.102.<br><span class="bld">II</span> of writings, [[invention]], [[conception]], παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. [[χρῆσις]], D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form [[εὕρησις]] selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] ἡ, das [[Auffinden]], [[Erfinden]], die [[Erfindung]], Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form [[εὕρησις]] selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.
}}
{{bailly
|btext=εὑρέσεως (ἡ) :<br />[[invention]], [[découverte]].<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὕρεσις:''' εὑρέσεως ἡ [[нахождение]], [[обнаруживание]] (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὕρεσις]]) [[ευρίσκω]]<br /><b>1.</b> το να βρίσκει, να ανακαλύπτει [[κάποιος]] [[μετά]] από [[έρευνα]] και [[αναζήτηση]] ή τυχαία [[κάτι]] (α. «η [[εύρεση]] τών καταζητουμένων» β. «η [[εύρεση]] δέματος με χρήματα» γ. «η [[εύρεση]] του σφάλματος»)<br /><b>2.</b> [[επισήμανση]] ή [[ανεύρεση]], [[μετά]] από [[έρευνα]], τών απαραίτητων στοιχείων για [[λύση]] προβλήματος, για καταρτισμό αγόρευσης <b>κ.λπ.</b>)<br />(νεοελλ. [[εφεύρεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραδιουργία]], [[μηχανορραφία]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[μύθευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλυτικός]] [[κατάλογος]], [[πίνακας]]<br /><b>2.</b> [[ερμηνεία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὕρεσις''': -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, [[ἀνακάλυψις]], Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, [[ἐπίνοια]] νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[παρασκευή]]), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. [[εὕρησις]].
|lstext='''εὕρεσις''': εὑρέσεως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, [[ἀνακάλυψις]], Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, [[ἐπίνοια]] νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[παρασκευή]]), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. [[εὕρησις]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />invention, découverte.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὕρεσις:''' -εως, ἡ ([[εὑρεῖν]]), [[εύρεση]], [[ανακάλυψη]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὕρεσις:''' εὑρέσεως, ἡ ([[εὑρεῖν]]), [[εύρεση]], [[ανακάλυψη]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὕρεσις:''' εως ἡ нахождение, обнаруживание (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὕρεσις]], εως [[εὑρεῖν]]<br />a [[finding]], [[discovery]], Plat.
|mdlsjtxt=[[εὕρεσις]], εὑρέσεως [[εὑρεῖν]]<br />a [[finding]], [[discovery]], Plat.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[discovery]], [[act of invention]]
|woodrun=[[discovery]], [[act of invention]]
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὕρεσις Medium diacritics: εὕρεσις Low diacritics: εύρεσις Capitals: ΕΥΡΕΣΙΣ
Transliteration A: heúresis Transliteration B: heuresis Transliteration C: eyresis Beta Code: eu(/resis

English (LSJ)

εὑρέσεως, ἡ,
A a finding, discovery, Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις Men.Epit.102.
II of writings, invention, conception, παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. χρῆσις, D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form εὕρησις selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.

French (Bailly abrégé)

εὑρέσεως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὕρεσις: εὑρέσεως ἡ нахождение, обнаруживание (τῶν ὄντων Plat.; θησαυροῦ Arst.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὕρεσις) ευρίσκω
1. το να βρίσκει, να ανακαλύπτει κάποιος μετά από έρευνα και αναζήτηση ή τυχαία κάτι (α. «η εύρεση τών καταζητουμένων» β. «η εύρεση δέματος με χρήματα» γ. «η εύρεση του σφάλματος»)
2. επισήμανση ή ανεύρεση, μετά από έρευνα, τών απαραίτητων στοιχείων για λύση προβλήματος, για καταρτισμό αγόρευσης κ.λπ.)
(νεοελλ. εφεύρεση
μσν.-αρχ.
1. ραδιουργία, μηχανορραφία
2. επινόηση, μύθευμα
αρχ.
1. αναλυτικός κατάλογος, πίνακας
2. ερμηνεία.

Greek (Liddell-Scott)

εὕρεσις: εὑρέσεως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, ἀνακάλυψις, Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, ἐπίνοια νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι παρασκευή), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. εὕρησις.

Greek Monotonic

εὕρεσις: εὑρέσεως, ἡ (εὑρεῖν), εύρεση, ανακάλυψη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὕρεσις, εὑρέσεως εὑρεῖν
a finding, discovery, Plat.

English (Woodhouse)

discovery, act of invention

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)