διάδρομος: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadromos | |Transliteration C=diadromos | ||
|Beta Code=dia/dromos | |Beta Code=dia/dromos | ||
|Definition= | |Definition=διάδρομον,<br><span class="bld">A</span> [[running through]] or [[about]], [[wandering]], φυγαί A.''Th.''191; <b class="b3">λέχος δ.</b> [[stray]], [[lawless]] love, E.''El.''1156(lyr.); <b class="b3">ἔμβολα κίοσι δ.</b> the architrave [[reeling]], [[ready to fall]], Id.''Ba.''592 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">διάδρομος, ὁ,</b> = [[διαδρομή]] ''ΙΙ'', Luc. ''Hipp.''6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que corre]] διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera</i> A.<i>Th</i>.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares</i> E.<i>Ba</i>.592<br /><b class="num">•</b>fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.<i>El</i>.1156.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[pasillo]] ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.<i>Hipp</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[paso]] marítimo entre islas, D.S.3.38.<br /><b class="num">3</b> [[cerrojo]], [[pestillo]] Eust.1900.59. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que corre]] διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera</i> A.<i>Th</i>.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares</i> E.<i>Ba</i>.592<br /><b class="num">•</b>fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.<i>El</i>.1156.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> [[pasillo]] ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.<i>Hipp</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[paso]] marítimo entre islas, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.38.<br /><b class="num">3</b> [[cerrojo]], [[pestillo]] Eust.1900.59. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />passage.<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui court dans tous les sens]];<br /><b>2</b> [[qui se disjoint]] ; disjoint, désuni, <i>fig.</i> qui n'est pas légitimement uni, illégitime (union).<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />[[passage]].<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui court dans tous les sens]];<br /><b>2</b> [[qui se disjoint]] ; disjoint, désuni, <i>fig.</i> qui n'est pas légitimement uni, illégitime (union).<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διάδρομος -ου, ὁ [διατρέχω] doorgang.<br />διάδρομος -ον [διατρέχω] in alle richtingen lopend:; διάδρομοι φυγαί vluchtbewegingen in alle richtingen Aeschl. Sept. 191; overdr.: διάδρομον λέχος overspelig bed Eur. El. 1156; ἴδετε... ἔμβολα... τάδε διάδρομα zie hoe de architraven hier uiteenvallen Eur. Bac. 592. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:20, 27 March 2024
English (LSJ)
διάδρομον,
A running through or about, wandering, φυγαί A.Th.191; λέχος δ. stray, lawless love, E.El.1156(lyr.); ἔμβολα κίοσι δ. the architrave reeling, ready to fall, Id.Ba.592 (lyr.).
II Subst. διάδρομος, ὁ, = διαδρομή ΙΙ, Luc. Hipp.6.
Spanish (DGE)
-ον
I que corre διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera A.Th.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares E.Ba.592
•fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.El.1156.
II subst. ὁ δ.
1 pasillo ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.Hipp.6.
2 paso marítimo entre islas, D.S.3.38.
3 cerrojo, pestillo Eust.1900.59.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
passage.
Étymologie: διαδραμεῖν.
2ος, ον :
1 qui court dans tous les sens;
2 qui se disjoint ; disjoint, désuni, fig. qui n'est pas légitimement uni, illégitime (union).
Étymologie: διαδραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάδρομος -ου, ὁ [διατρέχω] doorgang.
διάδρομος -ον [διατρέχω] in alle richtingen lopend:; διάδρομοι φυγαί vluchtbewegingen in alle richtingen Aeschl. Sept. 191; overdr.: διάδρομον λέχος overspelig bed Eur. El. 1156; ἴδετε... ἔμβολα... τάδε διάδρομα zie hoe de architraven hier uiteenvallen Eur. Bac. 592.
Russian (Dvoretsky)
διάδρομος:
1 бегающий взад и вперед, т. е. беспорядочный (φυγαί Aesch.);
2 шатающийся во все стороны, неустойчивый (λάϊνα κίοσιν ἔμβολα Eur.);
3 непостоянный, непрочный (λέχος Eur.).
I ὁ Luc. = διαδρομή 4.
Greek Monolingual
ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, -ον)
1. η δίοδος, το πέρασμα
2. επιμήκης χώρος μέσω του οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο
3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)
αρχ.
1. ως επίθ. α) ο περιπλανώμενος
β) ο παράνομος
γ) ο χαλαρός
2. το αρσ. ως ουσ. η διαδρομή.
Greek Monotonic
διάδρομος: -ον (διαδραμεῖν), αυτός που τρέχει μέσα από ή ολόγυρα, διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· λέχος δ., παραστρατημένη, παράνομη αγάπη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διάδρομος: -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ πέριξ, ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· λέχος δ., παράνομος κλίνη, Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάδρομος, ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6.
Middle Liddell
διάδρομος, ον διαδραμεῖν
running through or about, wandering, Aesch.; λέχος δ. stray, lawless love, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(περιπλανώμενος). Ἀπό τό διαδραμεῖν τοῦ διατρέχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τρέχω.