προκόλπιον: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokolpion | |Transliteration C=prokolpion | ||
|Beta Code=proko/lpion | |Beta Code=proko/lpion | ||
|Definition=τό, (κόλπος) < | |Definition=τό, ([[κόλπος]])<br><span class="bld">A</span> [[part of a robe which falls over the breast]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''6.8,22.7, Luc.''Pisc.''7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. ''Epit.''165.<br><span class="bld">II</span> [[entrance into a gulf]], Ach. Tat.1.1: dub. sens. in ''Sammelb.''676.6 (i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Teil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[partie de vêtement qui couvre le sein]];<br /><b>2</b> [[partie antérieure]] <i>ou</i> entrée d'un golfe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόλπος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προκόλπιον -ου, τό [[[πρό]], [[κόλπος]]] [[kledingplooi op borsthoogte borstzak]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκόλπιον:''' τό [[пазуха]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκόλπιον''': τό, ([[κόλπος]]) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον [[μέρος]] τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει [[ἀργύριον]] Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς [[κόλπος]] πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ [[προκόλπιον]] Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''προκόλπιον''': τό, ([[κόλπος]]) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον [[μέρος]] τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει [[ἀργύριον]] Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς [[κόλπος]] πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ [[προκόλπιον]] Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Α<br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] ιματίου που διπλωνόταν [[μπροστά]] από το [[στήθος]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόλπος]] [[πριν]] από [[λιμάνι]] ή [[άλλο]] [[κόλπο]], [[είσοδος]], [[στόμιο]] κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόλπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]), | |mltxt=το, Α<br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] ιματίου που διπλωνόταν [[μπροστά]] από το [[στήθος]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόλπος]] [[πριν]] από [[λιμάνι]] ή [[άλλο]] [[κόλπο]], [[είσοδος]], [[στόμιο]] κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόλπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]), [[πρβλ]]. [[ἐγκόλπιον]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκόλπιον:''' τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το [[στήθος]], σε Θεόφρ. | |lsmtext='''προκόλπιον:''' τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το [[στήθος]], σε Θεόφρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προ-κόλπιον, ου, τό,<br />a [[robe]] falling [[over]] the [[breast]], Theophr. | |mdlsjtxt=προ-κόλπιον, ου, τό,<br />a [[robe]] falling [[over]] the [[breast]], Theophr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:43, 10 April 2024
English (LSJ)
τό, (κόλπος)
A part of a robe which falls over the breast, Thphr. Char.6.8,22.7, Luc.Pisc.7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. Epit.165.
II entrance into a gulf, Ach. Tat.1.1: dub. sens. in Sammelb.676.6 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 731] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Teil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 partie de vêtement qui couvre le sein;
2 partie antérieure ou entrée d'un golfe.
Étymologie: πρό, κόλπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκόλπιον -ου, τό [πρό, κόλπος] kledingplooi op borsthoogte borstzak.
Russian (Dvoretsky)
προκόλπιον: τό пазуха Luc.
Greek (Liddell-Scott)
προκόλπιον: τό, (κόλπος) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον μέρος τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει ἀργύριον Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς κόλπος πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ προκόλπιον Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
το, Α
1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος
2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγκόλπιον].
Greek Monotonic
προκόλπιον: τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το στήθος, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
προ-κόλπιον, ου, τό,
a robe falling over the breast, Theophr.