ἄβουλος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
mNo edit summary |
m (Text replacement - "erathen" to "eraten") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βουλή]]), [[ohne Überlegung]], [[unbedachtsam]], [[ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βουλή]]), [[ohne Überlegung]], [[unbedachtsam]], [[übelberaten]], Soph. [[ἀνήρ]] Antia. 1613; El. 953; [[πατήρ]] (καὶ κακὸς γνώμην) El. 536; [[πόλις]] C. C. 944; [[στάσις]] γλώσσης O. R. 634; [[νόημα]] Anacr. 12, 14. Im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[εὔβουλος]] Thuc. 1, 84; ἀβουλότερα neben κακῶς γνωσθέντα 1, 126. – Act., Ζεὺς τέκνοισιν [[ἄβουλος]] Soph. Tr. 132. – Adv. [[ἀβούλως]], [[unüberlegt]], Her. 3, 71; ἀβουλότατα 7, 9, 2; οὐκ ἀβ. ἀλλὰ [[πόῤῥωθεν]] κατεσκευασμέναι Pherec. Ath. XI, 486 b. – Aber Antiph. 1, 23 ἀβ. τε καὶ [[ἀθέως]] διαχρήσασθαί τινα, [[böswillig]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:10, 16 April 2024
English (LSJ)
ον, inconsiderate, ill-advised, S.Ant.1026, Men.Pk.382, Anacreont.12.4; τέκνοισι Ζῆν' ἄβουλον taking no thought for them, unfeeling, S.Tr. 140, cf. El.546, E.Heracl.152: Comp., Th.1.120.7: Sup., Plu.Dio43. Adv. ἀβούλως = inconsiderately, thoughtlessly, Hdt.3.71; οὐκ ἀβούλως Pherecr.143.6; ἀβούλως καὶ ἀθέως Antipho 1.23: Sup. ἀβουλότατα Hdt.7.9.β, Plb.Fr.92.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1de pers. poco avisado, mal aconsejado, irreflexivo κεῖνος οὐκέτ' ἔστ' ἀνὴρ ἄβουλος οὐδ' ἄνολβος, ὅστις ἐς κακὸν πεσὼν ἀκῆται μηδ' ἀκίνητος πέλῃ no es hombre poco avisado ni desgraciado aquel que habiendo caído sabe curarse y se deja convencer S.Ant.1026, βοηθεῖν τοῖς ἀβουλοτάτοις ἡμῖν καὶ δυστυχεστάτοις Plu.Dio 43, πολλὰ γὰρ κακῶς γνωσθέντα ἀβουλοτέρων τῶν ἐναντίων τυχόντα κατωρθώθη muchas cosas concebidas desastrosamente resultaron bien al encontrarse con adversarios todavía menos avisados Th.1.120.
2 de cosas insensato, absurdo τοὔργον S.OC 940, στάσις S.OT 634, νόημα Anacreont.13.4
•neutr. sup. como adv. ἀβουλότατα πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9β.
II despreocupado, desconsiderado πατήρ S.El.546, πατρίς E.Supp.321, ἀβούλου παντελῶς ἀνδρὸς τρόπον Men.Pc.812, θεός M.Ant.6.44
•c. dat. τέκνοισι S.Tr.140.
III adv. ἀβούλως = irreflexivamente, sin consejo, insensatamente μὴ οὕτω συντάχυνε ἀβούλως Hdt.3.71, cf. Pherecr.152.6, E.Heracl.152.
German (Pape)
[Seite 4] (βουλή), ohne Überlegung, unbedachtsam, übelberaten, Soph. ἀνήρ Antia. 1613; El. 953; πατήρ (καὶ κακὸς γνώμην) El. 536; πόλις C. C. 944; στάσις γλώσσης O. R. 634; νόημα Anacr. 12, 14. Im Gegensatz von εὔβουλος Thuc. 1, 84; ἀβουλότερα neben κακῶς γνωσθέντα 1, 126. – Act., Ζεὺς τέκνοισιν ἄβουλος Soph. Tr. 132. – Adv. ἀβούλως, unüberlegt, Her. 3, 71; ἀβουλότατα 7, 9, 2; οὐκ ἀβ. ἀλλὰ πόῤῥωθεν κατεσκευασμέναι Pherec. Ath. XI, 486 b. – Aber Antiph. 1, 23 ἀβ. τε καὶ ἀθέως διαχρήσασθαί τινα, böswillig.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irréfléchi, imprudent, sot, déraisonnable;
2 indifférent à, τινι;
3 contraire, hostile à.
Étymologie: ἀ, βουλή.
Ant. εὔβουλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄβουλος:
1 необдуманный (νόημα Anacr.); безрассудный, опрометчивый (ἀνήρ, πόλις Soph.);
2 не заботящийся, беззаботный (τινι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄβουλος: -ον, (βουλή) ἀσυλλόγιστος, κακῶς σκεφθείς, -ἀνήρ, Σοφ. Ἀντ. 1026 κτλ.: τέκνοισι Ζῆν ἄβουλον εἶδεν, μηδόλως περὶ αὐτῶν σκεπτόμενον, ὁ αὐτ. Τρ. 140. -πόλις, Οἰδ. Κ. 944. - στάσις γλώσσης, Οἰδ. Τ. 634. συγκρ. ἀβουλότεροι, Θουκ. 1, 120, 7. 2) = κακόβουλος, δύσβουλος, Σοφ. Ἠλ. 546. - ἐπίρρ. ως, Ἡρόδ. 3, 71: οὐκ ἀβ. Φερεκρ. Τυρ. 1, 6: ὑπερθ. ἀβουλότατα Ἡρόδ. 7. 9, 2.
Greek Monotonic
ἄβουλος: -ον (βουλή), ασυλλόγιστος, αυτός που έχει κακή κρίση, σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι ἄβουλος, αυτός που δεν μεριμνά καθόλου γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. ἀβουλότερος, σε Θουκ.· επίρρ. ἀβούλως, ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. ἀβουλότατα, στον ίδ.
Middle Liddell
βουλή
inconsiderate, ill-advised, Soph., etc.; τέκνοισι ἄβουλος taking no thought for them, Soph.: comp. ἀβουλότερος, Thuc.; adv. -ως, inconsiderately, Hdt.; Sup. ἀβουλότατα, Hdt.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀσύνετος, ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκεπτος, στόν Πλάτωνα αὐτός πού δέ θέλει). Ἀπό τό α στερητ. + βουλή, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀβουλέω -ῶ (=δέ θέλω, ἐναντιοῦμαι), ἀβούλητος (=ἀκούσιος, ἀσύμφωνος πρός τήν ἐπιθυμία κάποιου, δυσάρεστος), ἀβουλήτως (=ἀκουσίως), ἀβουλία (=ἀπερισκεψία), ἀβούλημα (=αὐτό πού ἔχει γίνει ἀπερίσκεπτα).