ἔτασις: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
mNo edit summary |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etasis | |Transliteration C=etasis | ||
|Beta Code=e)/tasis | |Beta Code=e)/tasis | ||
|Definition= | |Definition=ἐτάσεως, ἡ, ([[ἐτάζω]]) [[trial]], [[affliction]], [[LXX]] ''Jb.''10.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔτᾰσις''': -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, ([[ἐτάζω]]) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων [[ἐξέτασις]], -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = [[ἐξεταστέον]], Τζέτζ.: ἐταστὴς = [[ἐξεταστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = [[ἐξεταστικός]], Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· [[ἐξέτασις]]. ἢ ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς». | |lstext='''ἔτᾰσις''': -εως, ἡ, καὶ [[ἐτασμός]], ὁ, ([[ἐτάζω]]) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων [[ἐξέτασις]], -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = [[ἐξεταστέον]], Τζέτζ.: ἐταστὴς = [[ἐξεταστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = [[ἐξεταστικός]], Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· [[ἐξέτασις]]. ἢ ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔτασις]], ἡ (ΑΜ) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[εξέταση]], [[έλεγχος]] («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[δοκιμασία]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[κρίση]] («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»). | |mltxt=[[ἔτασις]], ἡ (ΑΜ) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[εξέταση]], [[έλεγχος]] («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[δοκιμασία]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[κρίση]] («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[affliction]]=== | |||
Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: [[lijden]], [[pijn]]; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: [[affliction]], [[détresse]]; Galician: anoto; German: [[Leiden]], [[Behinderung]]; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: [[συμφορά]], [[βάσανο]]; Ancient Greek: [[ἀπόκναισις]], [[ἄχεα]], [[ἄχη]], [[ἀχθηδών]], [[ἄχος]], [[δυηπάθια]], [[δυηπαθίη]], [[δυσπάθεια]], [[δυσπαθία]], [[δυσχέρημα]], [[ἔκθλιψις]], [[ἔτασις]], [[θλῖψις]], [[κακοπάθεια]], [[κακοπαθία]], [[καταπόνησις]], [[λύπη]], [[μέρμηρα]], [[ξυνοχή]], [[πεῖσις]], [[πένθος]], [[πωρητύς]], [[σαββώ]], [[συνοχή]], [[συντριβή]], [[σύντριμμα]], [[συντριμμός]], [[τὰ δύσφορα]]; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: [[afflizione]]; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: [[aflição]]; Russian: [[страдание]], [[печаль]], [[огорчение]], [[боль]], [[горе]], [[мучение]]; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: [[aflicción]], [[tribulación]], [[quebranto]]; Turkish: ızdırap, dert, keder | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:21, 27 April 2024
English (LSJ)
ἐτάσεως, ἡ, (ἐτάζω) trial, affliction, LXX Jb.10.17.
German (Pape)
[Seite 1047] ἡ, = ἐξέτασις, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτᾰσις: -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, (ἐτάζω) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων ἐξέτασις, -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = ἐξεταστέον, Τζέτζ.: ἐταστὴς = ἐξεταστής, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = ἐξεταστικός, Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· ἐξέτασις. ἢ ὁ ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».
Greek Monolingual
ἔτασις, ἡ (ΑΜ) ετάζω
1. εξέταση, έλεγχος («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)
2. δοκιμασία, ταλαιπωρία
3. η θεία κρίση («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»).
Translations
affliction
Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder