χηρεία: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
mNo edit summary |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[widowhood]]=== | |trtx====[[widowhood]]=== | ||
Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: [[veuvage]]; Galician: viuvez; German: [[Witwenschaft]], [[Witwentum]], [[Witwenstand]], [[Verwitwung]]; Greek: [[χηρεία]]; Ancient Greek: [[χηρεία]]; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: [[viduitas]]; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: [[вдовство]]; Spanish: [[viudez]], [[viudedad]]; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk | Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: [[veuvage]]; Galician: viuvez; German: [[Witwenschaft]], [[Witwentum]], [[Witwenstand]], [[Verwitwung]]; Greek: [[χηρεία]]; Ancient Greek: [[χηραιότης]], [[χηρεία]], [[χήρευσις]], [[χηροσύνη]]; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: [[viduitas]]; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: [[вдовство]]; Spanish: [[viudez]], [[viudedad]]; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk | ||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 21 May 2024
English (LSJ)
ἡ,
A widowhood, Th.2.45, LXX Mi.1.16, Sor.1.31, etc.: pl., χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα IG14.1960.5.
II metaph., want, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Ph.1.358; νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου Id.2.492.
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, der Wittwenstand, Thuc. 2, 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
veuvage.
Étymologie: χῆρος.
Russian (Dvoretsky)
χηρεία: ἡ вдовство Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
χηρεία: ἡ, (χηρεύω) ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., ἔλλειψις, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α χήρα
1. η κατάσταση του χήρου ή της χήρας
νεοελλ.
1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία της προεδρίας»)
2. φρ. «αίρεση χηρείας»
(νομ.) διάταξη σε διαθήκη, με την οποία επιτρέπεται στον κληρονομούμενο να περιορίσει το κληρονομικό δικαίωμα του ίδιου ή της συζύγου του στη νόμιμη μοίρα εάν συνάψει νέο γάμο
αρχ.
μτφ. έλλειψη («χηρεία γνησίου», Φίλ.).
Greek Monotonic
χηρεία: ἡ (χηρεύω), χηρεία, σε Θουκ.
Middle Liddell
χηρεία, ἡ, χηρεύω
widowhood, Thuc.
Translations
widowhood
Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: veuvage; Galician: viuvez; German: Witwenschaft, Witwentum, Witwenstand, Verwitwung; Greek: χηρεία; Ancient Greek: χηραιότης, χηρεία, χήρευσις, χηροσύνη; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: viduitas; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: вдовство; Spanish: viudez, viudedad; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk