puro: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(CSV import)
(CSV3 import)
Line 10: Line 10:
{{esel
{{esel
|sltx=[[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἀβέβηλος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἁπλόος]], [[ἄδολος]], [[ἄκακος]], [[ἄκρατος]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἄμωμος]], [[ἄνοθος]], [[ἄρρυπος]], [[ἄφθορος]], [[ἄχραντος]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]]
|sltx=[[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἀβέβηλος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἁπλόος]], [[ἄδολος]], [[ἄκακος]], [[ἄκρατος]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἄμωμος]], [[ἄνοθος]], [[ἄρρυπος]], [[ἄφθορος]], [[ἄχραντος]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]]
}}
{{LaZh
|lnztxt=puro, as, are. :: [[拭淨]]
}}
}}

Revision as of 22:25, 12 June 2024

Latin > English (Lewis & Short)

pūro: āre, v. a. purus,
I to purify with religious rites (very rare, perh. ἅπαξ εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) pūrō, āre (purus), tr., purifier : Fest. 229, 12.
(2) pūrō, āre (pus), intr., suppurer : M. Emp. 14.

Latin > German (Georges)

(1) pūro1, āre (purus), reinigen, Fest. 229 (a), 12.
(2) pūro2, āre (pus), eitern, Marc. Emp. 14.

Spanish > Greek

διειδής, εἰλικρινής, εἰλικρινοειδής, ἀβέβηλος, ἀδιάφθορος, ἀθόλωτος, ἀκέραιος, ἀκήρατος, ἀκατάμικτος, ἀκεραιοφανής, ἀκηλίδωτος, ἀκηράσιος, ἀκραιφνής, ἀλώβητος, ἀμίαντος, ἀμιγής, ἀμόλυντος, ἀμύσακτος, ἀμώμητος, ἀνέπαφος, ἀνεπιθόλωτος, ἀνθέμινος, ἀπαράχυτος, ἀπαρέγχυτος, ἀπρόσκοπος, ἀρρύπαντος, ἀρρύπαρος, ἀρρύπωτος, ἀρᾳδιούργητος, ἀσκηθής, ἀσύνθετος, ἀφίλης, ἀχραής, ἀχρανής, ἁγής, ἁγνευτικός, ἁγνός, ἁπλόος, ἄδολος, ἄκακος, ἄκρατος, ἄμικτος, ἄμιξος, ἄμωμος, ἄνοθος, ἄρρυπος, ἄφθορος, ἄχραντος, ἐκλεκτός, ἐνόβρυζος