στροβιλοειδής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6) |
mNo edit summary |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stroviloeidis | |Transliteration C=stroviloeidis | ||
|Beta Code=strobiloeidh/s | |Beta Code=strobiloeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=στροβιλοειδές, like a [[στρόβιλος]], [[conical]], [[σχῆμα]] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.9, cf. Ruf.''Anat.''32; [[ὕψος]] Str.17.1.10. Adv. [[στροβιλοειδῶς]] Ruf.''Oss.''21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ές, von der Art od. Gestalt eines [[στρόβιλος]], eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ές, von der Art od. Gestalt eines [[στρόβιλος]], eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />en forme de toupie <i>ou</i> [[de pomme de pin]], [[conique]].<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στροβῑλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στρόβιλον, [[κωνικός]], [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· [[ὕφος]] Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle. | |lstext='''στροβῑλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στρόβιλον, [[κωνικός]], [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· [[ὕφος]] Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στροβῑλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] σβούρας ή κώνου, [[κωνικός]], σε Στράβ. | |lsmtext='''στροβῑλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] σβούρας ή κώνου, [[κωνικός]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στροβῑλο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />conical, Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 8 July 2024
English (LSJ)
στροβιλοειδές, like a στρόβιλος, conical, σχῆμα Thphr. HP 3.12.9, cf. Ruf.Anat.32; ὕψος Str.17.1.10. Adv. στροβιλοειδῶς Ruf.Oss.21.
German (Pape)
[Seite 955] ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de toupie ou de pomme de pin, conique.
Étymologie: στρόβιλος, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στρόβιλον, κωνικός, σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· ὕφος Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός.
επίρρ...
στροβιλοειδῶς Α
με κωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + -ειδής].
Greek Monotonic
στροβῑλοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα σβούρας ή κώνου, κωνικός, σε Στράβ.
Middle Liddell
στροβῑλο-ειδής, ές εἶδος
conical, Strab.