ζωγραφίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(16)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζωγραφώ]] (AM ζωγραφῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αναπαριστάνω]], [[απεικονίζω]] με χρώματα [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα<br /><b>2.</b> [[διακοσμώ]] με εικόνες, [[εικονογραφώ]] («ζωγράφισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγίνομαι]] με τη ζωγραφική<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περιγράφω]] γραπτώς ή με λόγο [[κάτι]] τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο [[αναγνώστης]] ή ο [[ακροατής]] να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[χαρακτηρίζω]], [[ιδίως]] δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φαντάζομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζωγραφίζομαι</i><br />(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξωραΐζω]]<br /><b>2.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν [[πρός]] τινα» — [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[διακοσμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγράφος]]. Ο αόρ. <i>εζωγράφησα</i> του [[ζωγραφώ]], ταυτιζόμενος ως [[προς]] την [[προφορά]] του με τον αόρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i>, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. [[ζωγραφίζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκορπώ]], αόρ. <i>σκόρπησα</i> &GT; [[σκορπίζω]])].
|mltxt=και [[ζωγραφώ]] (AM ζωγραφῶ, [[ζωγραφέω]])<br /><b>1.</b> [[αναπαριστάνω]], [[απεικονίζω]] με χρώματα [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα<br /><b>2.</b> [[διακοσμώ]] με εικόνες, [[εικονογραφώ]] («ζωγράφισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγίνομαι]] με τη ζωγραφική<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περιγράφω]] γραπτώς ή με λόγο [[κάτι]] τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο [[αναγνώστης]] ή ο [[ακροατής]] να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[χαρακτηρίζω]], [[ιδίως]] δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φαντάζομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζωγραφίζομαι</i><br />(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξωραΐζω]]<br /><b>2.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν [[πρός]] τινα» — [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[διακοσμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγράφος]]. Ο αόρ. <i>εζωγράφησα</i> του [[ζωγραφώ]], ταυτιζόμενος ως [[προς]] την [[προφορά]] του με τον αόρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i>, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. [[ζωγραφίζω]] ([[πρβλ]]. [[σκορπώ]], αόρ. <i>σκόρπησα</i> > [[σκορπίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 05:49, 24 September 2024

Greek Monolingual

και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, ζωγραφέω)
1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα
2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο»)
νεοελλ.
1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική
2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με λόγο κάτι τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο αναγνώστης ή ο ακροατής να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με κάθε λεπτομέρεια
β) (για πρόσ.) χαρακτηρίζω, ιδίως δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)
3. μτφ. φαντάζομαι κάτι
4. μέσ. ζωγραφίζομαι
(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι
αρχ.
1. εξωραΐζω
2. συμβολίζω
3. φρ. «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν πρός τινα» — μιμούμαι κάποιον
4. διευθετώ, διακοσμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωγραφώ < ζωγράφος. Ο αόρ. εζωγράφησα του ζωγραφώ, ταυτιζόμενος ως προς την προφορά του με τον αόρ. τών ρ. σε -ίζω, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. ζωγραφίζω (πρβλ. σκορπώ, αόρ. σκόρπησα > σκορπίζω)].