περιφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6)
m (1 revision imported)
 
(7 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιφόρητος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> [[able to be carried about]], [[portable]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[notorious]], [[infamous]], Plut.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qu'on peut porter tout autour]], [[portatif]];<br /><b>2</b> [[dont le nom est répandu tout autour]], [[célèbre]].<br />'''Étymologie:''' [[περιφορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιφόρητος:''' [[повсюду носимый]], т. е. [[передвигающийся на носилках]] Plut.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφόρητος''': (οὐχὶ περιφορητός), [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, [[φορητός]], οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ [[δεῖπνον]] Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου [[περιβόητος]] γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ [[μέλει]] ὁ [[περιφόρητος]] Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, [[ἔνθα]] ἴδε Bergk.˙ ― [[μετὰ]] παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.
|lstext='''περιφόρητος''': (οὐχὶ περιφορητός), [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, [[φορητός]], οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ [[δεῖπνον]] Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου [[περιβόητος]] γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ [[μέλει]] ὁ [[περιφόρητος]] Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, [[ἔνθα]] ἴδε Bergk.˙ ― [[μετὰ]] παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut porter tout autour, portatif;<br /><b>2</b> dont le nom est répandu tout autour, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφορέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφόρητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ικανός]] να μεταφερθεί, [[φορητός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιβόητος]], [[επαίσχυντος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιφόρητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ικανός]] να μεταφερθεί, [[φορητός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιβόητος]], [[επαίσχυντος]], σε Πλούτ.
}}
{{trml
|trtx====[[infamous]]===
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: [[berucht]]; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: [[tristement célèbre]]; Galician: infame; German: [[anrüchig]], [[berüchtigt]], [[berühmt]], [[ehrlos]], [[entehrend]], [[gemein]], [[infam]], [[niederträchtig]], [[schändlich]], [[verrucht]], [[verrufen]]; Greek: [[διαβόητος]]; Ancient Greek: [[ἀδόκιμος]], [[ἄδοξος]], [[αἰσχρός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀριγνώς]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσχημος]], [[ἀσχήμων]], [[βδελυρός]], [[βδελυχρός]], [[διαβόητος]], [[δυσκλεής]], [[δύσφημος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπίρρητος]], [[κακόδοξος]], [[κακοήθης]], [[κατάφημος]], [[κλύμενος]], [[περιβόητος]], [[περιφορητός]], [[περιφόρητος]]; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: [[famigerato]]; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: [[infamis]]; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: [[infame]], [[famigerado]]; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: [[бесславный]], [[позорный]], [[печально известный]], [[печально знаменитый]]; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: [[de mala fama]], [[malfamado]], [[malafamado]]; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 7 October 2024

Middle Liddell

περιφόρητος, ον,
I. able to be carried about, portable, Hdt.
II. notorious, infamous, Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'on peut porter tout autour, portatif;
2 dont le nom est répandu tout autour, célèbre.
Étymologie: περιφορέω.

Russian (Dvoretsky)

περιφόρητος: повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιφόρητος: (οὐχὶ περιφορητός), Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, φορητός, οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ δεῖπνον Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου περιβόητος γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλειπεριφόρητος Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, ἔνθα ἴδε Bergk.˙ ― μετὰ παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.

Greek Monotonic

περιφόρητος: -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ.
II. περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.

Translations

infamous

Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd