παραστάς: Difference between revisions
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
(1ba) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parastas | |Transliteration C=parastas | ||
|Beta Code=parasta/s | |Beta Code=parasta/s | ||
|Definition= | |Definition=παραστάδος, ἡ, ([[παρίσταμαι]]) prop.<br><span class="bld">A</span> [[anything that stands beside]]: pl. [[παραστάδες]], [[doorposts]], παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Cratin. 42, cf. ''IG''22.1668.32, Poll.1.76, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, [[pilasters]] or [[returns]] which cover the ends of aalls in the front of a house or temple, <b class="b3">τὰς λευκολίθους π.</b> ''CIG''2782.29 (Aphrodisias): also in sg., Vitr.10.10.2: pl., of the [[wings]] of a stage, Callix.2.<br><span class="bld">2</span> [[space enclosed between the]] [[παραστάδες]], [[vestibule]] or [[entrance]] of a temple or house, in plural, E.''Ph.''415, ''IT''1159, X.''Hier.''11.2, ''IG''22.1672.131, 186, Poll.7.122: also in sg., [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]'' 1121, ''IG''12.372.73, ''SIG''307.12 (Iasos, iv B. C.), ''Supp.Epigr.''4.447.11, 453.46 (Didyma, ii B. C.); of a bath, S.E.''P.''1.110, 2.56. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = [[πρόδομος]], Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῦ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = [[πρόδομος]], Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῦ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ᾶσα, άν;<br /><i>part. ao.2 de</i> [[παρίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>άδος (ἡ) :<br />pilastre ; galerie formée de pilastres.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ᾶσα, άν;<br /><i>part. ao.2 de</i> [[παρίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>άδος (ἡ) :<br />pilastre ; galerie formée de pilastres.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παραστάς -άδος, ἡ [παρίστημι] voorhal, meestal plur.<br />παραστάς -ᾶσα -άν ptc. aor. intrans. van παρίστημι (παρίσταμαι). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραστάς:''' άδος ἡ колонна, столб, пилястр: αἱ παραστάδες (реже sing.) Xen., Eur., Sext. колоннада, портик.<br />ᾶσα, άν part. aor. 2 к [[παρίστημι]]. | |elrutext='''παραστάς:''' άδος ἡ колонна, столб, пилястр: αἱ παραστάδες (реже sing.) Xen., Eur., Sext. колоннада, портик.<br />ᾶσα, άν part. aor. 2 к [[παρίστημι]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραστάς''': -άδος, ἡ, (παρίσταμαι) [[κυρίως]] τὸ πλησίον ἱστάμενον· πληθ., παραστάδες, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τῆς θύρας ξύλα ἢ μάρμαρα, παραστάδες καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 9, πρβλ. Πολυδ. Α’, 76. Ἡσύχ., πρβλ. [[φλιά]]· - [[ὡσαύτως]] οἱ τετράγωσι στῦλοι εἰς οὓς ἀπολήγει ὁ [[τοῖχος]] τῶν ναῶν κατὰ τὸν πρόναον, Λατ. antae, [[ἐντεῦθεν]] ναὸς ἐν παραστάσιν, templum in antis, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 29, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196E, Βιτρούβ.· ἴδε λεξικὸν Ἀρχαιοτ.: [[ἐντεῦθεν]], 2) τὸ μεταξὺ τῶν παραστάδων τούτων [[διάστημα]], [[πρόναος]] ἢ ἡ [[εἴσοδος]] εἰς ναὸν ἢ εἰς [[βαλανεῖον]] ἢ οἰκίαν, Εὐρ. Φοίν. 415, Ι. Τ. 1159, πρβλ. Πολυδ. Ζ’, 122· - [[ἐνίοτε]] καθ’ ἑνικ., Εὐρ. Ἀνδρ. 1121, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, (ἴδε Böckh σ. 279. § 6), 2672, 2675, 2677, 2692· - πρβλ. [[παστάς]], [[προστάς]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραστάς:''' -[[άδος]], ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ. <i>παραστάδες</i>, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. [[antae]]· επίσης ο [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις παραστάδες, [[προθάλαμος]], σε Ευρ.· μερικές φορές στον ενικ. | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παραστάς]], άδος, [παρίσταμαι]<br />[[anything]] that stands [[beside]]: pl. παραστάδες, doorposts, pilasters, Lat. [[antae]]:—also, the [[space]] enclosed [[between]] the [[antae]], the [[vestibule]], Eur.:—[[sometimes]] in sg., Eur. | |mdlsjtxt=[[παραστάς]], άδος, [παρίσταμαι]<br />[[anything]] that stands [[beside]]: pl. παραστάδες, doorposts, pilasters, Lat. [[antae]]:—also, the [[space]] enclosed [[between]] the [[antae]], the [[vestibule]], Eur.:—[[sometimes]] in sg., Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[fore-court]], [[forecourt]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-άδος (=ὅ,τι στέκεται κοντά). Πληθ. παραστάδες (=τά ξύλα ἤ μάρμαρα πού εἶναι τοποθετημένα ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά τῆς πόρτας). Ἀπό τό παρίσταμαι → [[παρά]] + [[ἵσταμαι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:36, 19 October 2024
English (LSJ)
παραστάδος, ἡ, (παρίσταμαι) prop.
A anything that stands beside: pl. παραστάδες, doorposts, παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Cratin. 42, cf. IG22.1668.32, Poll.1.76, Hsch.; also, pilasters or returns which cover the ends of aalls in the front of a house or temple, τὰς λευκολίθους π. CIG2782.29 (Aphrodisias): also in sg., Vitr.10.10.2: pl., of the wings of a stage, Callix.2.
2 space enclosed between the παραστάδες, vestibule or entrance of a temple or house, in plural, E.Ph.415, IT1159, X.Hier.11.2, IG22.1672.131, 186, Poll.7.122: also in sg., E.Andr. 1121, IG12.372.73, SIG307.12 (Iasos, iv B. C.), Supp.Epigr.4.447.11, 453.46 (Didyma, ii B. C.); of a bath, S.E.P.1.110, 2.56.
German (Pape)
[Seite 499] άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = πρόδομος, Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῦ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56.
French (Bailly abrégé)
1ᾶσα, άν;
part. ao.2 de παρίστημι.
2άδος (ἡ) :
pilastre ; galerie formée de pilastres.
Étymologie: παρίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραστάς -άδος, ἡ [παρίστημι] voorhal, meestal plur.
παραστάς -ᾶσα -άν ptc. aor. intrans. van παρίστημι (παρίσταμαι).
Russian (Dvoretsky)
παραστάς: άδος ἡ колонна, столб, пилястр: αἱ παραστάδες (реже sing.) Xen., Eur., Sext. колоннада, портик.
ᾶσα, άν part. aor. 2 к παρίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
παραστάς: -άδος, ἡ, (παρίσταμαι) κυρίως τὸ πλησίον ἱστάμενον· πληθ., παραστάδες, τὰ ἑκατέρωθεν τῆς θύρας ξύλα ἢ μάρμαρα, παραστάδες καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 9, πρβλ. Πολυδ. Α’, 76. Ἡσύχ., πρβλ. φλιά· - ὡσαύτως οἱ τετράγωσι στῦλοι εἰς οὓς ἀπολήγει ὁ τοῖχος τῶν ναῶν κατὰ τὸν πρόναον, Λατ. antae, ἐντεῦθεν ναὸς ἐν παραστάσιν, templum in antis, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 29, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196E, Βιτρούβ.· ἴδε λεξικὸν Ἀρχαιοτ.: ἐντεῦθεν, 2) τὸ μεταξὺ τῶν παραστάδων τούτων διάστημα, πρόναος ἢ ἡ εἴσοδος εἰς ναὸν ἢ εἰς βαλανεῖον ἢ οἰκίαν, Εὐρ. Φοίν. 415, Ι. Τ. 1159, πρβλ. Πολυδ. Ζ’, 122· - ἐνίοτε καθ’ ἑνικ., Εὐρ. Ἀνδρ. 1121, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, (ἴδε Böckh σ. 279. § 6), 2672, 2675, 2677, 2692· - πρβλ. παστάς, προστάς.
Greek Monotonic
παραστάς: -άδος, ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ. παραστάδες, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. antae· επίσης ο χώρος ανάμεσα στις παραστάδες, προθάλαμος, σε Ευρ.· μερικές φορές στον ενικ.
Middle Liddell
παραστάς, άδος, [παρίσταμαι]
anything that stands beside: pl. παραστάδες, doorposts, pilasters, Lat. antae:—also, the space enclosed between the antae, the vestibule, Eur.:—sometimes in sg., Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-άδος (=ὅ,τι στέκεται κοντά). Πληθ. παραστάδες (=τά ξύλα ἤ μάρμαρα πού εἶναι τοποθετημένα ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά τῆς πόρτας). Ἀπό τό παρίσταμαι → παρά + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.