ὑπόθεμα: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypothema | |Transliteration C=ypothema | ||
|Beta Code=u(po/qema | |Beta Code=u(po/qema | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[ὑπόθημα]], [[base]], Ph.''Bel.''53.24, 57.34, Hero ''Bel.'' 97.8, Apollod.''Poliorc.''143.10, Plu.2.1011d.<br><span class="bld">II</span> [[ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ]] = [[on the security of land]], ''SIG''672.25 (Delph., ii B. C.), ''CIG''2048 (Philippopolis); ἐπὶ ὑποθέμασιν ἀξιοχρέοις ''Inscr.Cos''383.9, cf. ''SIG''976.48 (Samos, ii B. C.); ὑποθέματα (corrected to [[ὑποθήκας]]) λαβεῖν τῶν τε οἰκιῶν καὶ κτημάτων ''PCair.Zen.''640.11 (iii B. C.); ἔχω τῶν μωστίων ὑπόθεμα δραχμὰς τ ''BGU''1523.7 (iii B. C.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[base]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτίθημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόθεμα:''' ατος τό [[основа]], [[основание]] (βάσεις καὶ ὑποθέματα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόθεμα''': τό, = [[ὑπόθημα]], Πλούτ. 2. 1011D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2048.<br />τό, [[ὑποθήκη]], Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 163: ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ. Τῆς σημασίας ταύτης ἓν μόνον ἐκ Θηραϊκῆς ἐπιγραφῆς ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. [[παράδειγμα]], [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἡ [[λέξις]] [[ὑπόθεμα]] δὲν ἦτο [[ὁλόκληρος]]· δι’ ὃ ἀνέγραψα ἐδῶ καὶ τὸ ἐκ τῆς Δελφικῆς, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | |lstext='''ὑπόθεμα''': τό, = [[ὑπόθημα]], Πλούτ. 2. 1011D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2048.<br />τό, [[ὑποθήκη]], Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 163: ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ. Τῆς σημασίας ταύτης ἓν μόνον ἐκ Θηραϊκῆς ἐπιγραφῆς ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. [[παράδειγμα]], [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἡ [[λέξις]] [[ὑπόθεμα]] δὲν ἦτο [[ὁλόκληρος]]· δι’ ὃ ἀνέγραψα ἐδῶ καὶ τὸ ἐκ τῆς Δελφικῆς, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ὑπόθεμα]], ΝΑ [[ὑποτίθημι]]<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] ως [[υποστήριγμα]], ως [[θεμέλιο]] ή ως [[βάση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> το [[υπόθετο]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του δέντρου στο οποίο γίνεται η [[ένθεση]] του εμβολίου και το οποίο δίνει το [[ριζικό]] [[σύστημα]] και τον [[υπόλοιπο]] κορμό του νέου φυτού<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> χαλαρό ή δικτυωτό ή κρουστόμορφο [[στρώμα]] υφών που βρίσκεται [[κάτω]] από τα καρποσώματα τών μυκήτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποθήκη]] («ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῶν», <b>επιγρ.</b>). | |mltxt=το / [[ὑπόθεμα]], ΝΑ [[ὑποτίθημι]]<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] ως [[υποστήριγμα]], ως [[θεμέλιο]] ή ως [[βάση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> το [[υπόθετο]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του δέντρου στο οποίο γίνεται η [[ένθεση]] του εμβολίου και το οποίο δίνει το [[ριζικό]] [[σύστημα]] και τον [[υπόλοιπο]] κορμό του νέου φυτού<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> χαλαρό ή δικτυωτό ή κρουστόμορφο [[στρώμα]] υφών που βρίσκεται [[κάτω]] από τα καρποσώματα τών μυκήτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποθήκη]] («ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῶν», <b>επιγρ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:02, 21 October 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = ὑπόθημα, base, Ph.Bel.53.24, 57.34, Hero Bel. 97.8, Apollod.Poliorc.143.10, Plu.2.1011d.
II ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ = on the security of land, SIG672.25 (Delph., ii B. C.), CIG2048 (Philippopolis); ἐπὶ ὑποθέμασιν ἀξιοχρέοις Inscr.Cos383.9, cf. SIG976.48 (Samos, ii B. C.); ὑποθέματα (corrected to ὑποθήκας) λαβεῖν τῶν τε οἰκιῶν καὶ κτημάτων PCair.Zen.640.11 (iii B. C.); ἔχω τῶν μωστίων ὑπόθεμα δραχμὰς τ BGU1523.7 (iii B. C.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
base.
Étymologie: ὑποτίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόθεμα: ατος τό основа, основание (βάσεις καὶ ὑποθέματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόθεμα: τό, = ὑπόθημα, Πλούτ. 2. 1011D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2048.
τό, ὑποθήκη, Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 163: ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῷ. Τῆς σημασίας ταύτης ἓν μόνον ἐκ Θηραϊκῆς ἐπιγραφῆς ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. παράδειγμα, ἔνθα ὅμως ἡ λέξις ὑπόθεμα δὲν ἦτο ὁλόκληρος· δι’ ὃ ἀνέγραψα ἐδῶ καὶ τὸ ἐκ τῆς Δελφικῆς, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
το / ὑπόθεμα, ΝΑ ὑποτίθημι
καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση
νεοελλ.
1. (φαρμ.) το υπόθετο
2. βοτ. το τμήμα του δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση του εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα και τον υπόλοιπο κορμό του νέου φυτού
3. (μυκητ.) χαλαρό ή δικτυωτό ή κρουστόμορφο στρώμα υφών που βρίσκεται κάτω από τα καρποσώματα τών μυκήτων
αρχ.
υποθήκη («ἐπὶ ὑποθέματι ἀγρῶν», επιγρ.).