αὔλιος: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
(3) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aylios | |Transliteration C=aylios | ||
|Beta Code=au)/lios | |Beta Code=au)/lios | ||
|Definition=α, ον, ( | |Definition=α, ον, ([[αὐλή]] I)<br><span class="bld">A</span> [[belonging to folds]], <b class="b3">ἀστὴρ αὔλιος</b> 'star [[that bids the shepherd fold]]', A.R.4.1630, cf. Call.''Fr.''539; <b class="b3">ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις</b> dub. l. in [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''500 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">αὔλιος θύρα</b> dub. l. in Men.546; cf. <b class="b3">αὐλία θύρα· πυλών</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo al establo o aprisco]] ἀστὴρ [[αὔλιος]] estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde</i> Call.<i>Fr</i>.177.6, A.R.4.1630.<br /><b class="num">2</b> [[del patio]] [[αὐλία]] θύρα Moer.81, Hsch.; cf. [[αὔλειος]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ [[αὔλιος]], der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von [[αὐλός]] ab, wie [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὐλεία]], Men. Stob. flor. 74, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ [[αὔλιος]], der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von [[αὐλός]] ab, wie [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὐλεία]], Men. Stob. flor. 74, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui concerne l'étable]], [[la bergerie]] <i>ou</i> les bergers ; ἀστὴρ [[αὔλιος]] l'étoile du berger ; <i>p. ext.</i> rustique, <i>selon d'autres</i> qui résonne du son de la flûte;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[αὔλειος]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]], ou [[αὐλός]] pour le dernier sens. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὔλιος:'''<br /><b class="num">I</b> 3<br /><b class="num">1</b> [[αὐλή]] служащий жильем, по друг. [[αὐλός]] оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);<br /><b class="num">2</b> Men. = [[αὔλειος]] II.<br /><b class="num">II</b> ἡ Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[αὔλειος]] II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔλιος''': -α, -ον, ([[αὐλή]] Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ [[αὔλειος]] ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος [[αὐλή]], παράγει δὲ τὸ [[αὔλιος]] ἐκ τοῦ [[αὐλός]])· - ἀλλ’ ἀστὴρ [[αὔλιος]], [[εἶναι]] ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «[[αὔλιον]] ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ [[ἕσπερος]] ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὔλειος]], Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2. | |lstext='''αὔλιος''': -α, -ον, ([[αὐλή]] Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ [[αὔλειος]] ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος [[αὐλή]], παράγει δὲ τὸ [[αὔλιος]] ἐκ τοῦ [[αὐλός]])· - ἀλλ’ ἀστὴρ [[αὔλιος]], [[εἶναι]] ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «[[αὔλιον]] ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ [[ἕσπερος]] ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. [[αὔλιος]] [[θύρα]] = [[αὔλειος]], Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὔλιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυλή]] ή στο [[μαντρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀστὴρ [[αὔλιος]]» — ο [[αποσπερίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το επίθ. [[αύλιος]] συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα [[σύνθετα]] από -<i>αυλος</i> της λ. [[αυλός]], των οποίων όμως η [[σημασία]] [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετική, | |mltxt=[[αὔλιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυλή]] ή στο [[μαντρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀστὴρ [[αὔλιος]]» — ο [[αποσπερίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το επίθ. [[αύλιος]] συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα [[σύνθετα]] από -<i>αυλος</i> της λ. [[αυλός]], των οποίων όμως η [[σημασία]] [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετική, [[πρβλ]]. [[συναυλία]] ([[αυλή]]) «η συζυγική [[συμβίωση]]», [[συναυλία]] ([[αυλός]]) «[[συμφωνία]] αυλών».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>απαυλία</i>, [[αγραυλία]], [[δυσαυλία]], [[επαύλιον]], [[θυραυλία]], [[μοναυλία]], [[ομαυλία]], [[συναυλία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[αὐλή]]<br />of or for [[farm]]-yards, [[rustic]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:34, 25 October 2024
English (LSJ)
α, ον, (αὐλή I)
A belonging to folds, ἀστὴρ αὔλιος 'star that bids the shepherd fold', A.R.4.1630, cf. Call.Fr.539; ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις dub. l. in E.Ion500 (lyr.).
II αὔλιος θύρα dub. l. in Men.546; cf. αὐλία θύρα· πυλών, Hsch.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 relativo al establo o aprisco ἀστὴρ αὔλιος estrella que anuncia la vuelta al redil e.d. lucero de la tarde Call.Fr.177.6, A.R.4.1630.
2 del patio αὐλία θύρα Moer.81, Hsch.; cf. αὔλειος.
German (Pape)
[Seite 393] zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ αὔλιος, der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von αὐλός ab, wie αὔλιος θύρα = αὐλεία, Men. Stob. flor. 74, 11.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui concerne l'étable, la bergerie ou les bergers ; ἀστὴρ αὔλιος l'étoile du berger ; p. ext. rustique, selon d'autres qui résonne du son de la flûte;
2 c. αὔλειος.
Étymologie: αὐλή, ou αὐλός pour le dernier sens.
Russian (Dvoretsky)
αὔλιος:
I 3
1 αὐλή служащий жильем, по друг. αὐλός оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);
2 Men. = αὔλειος II.
II ἡ Luc. v.l. = αὔλειος II.
Greek (Liddell-Scott)
αὔλιος: -α, -ον, (αὐλή Ι), ἀνήκων εἰς ἐπαύλεις, αὐλίοις… ἐν ἄντροις, ἐν ἀγροτικοῖς σπηλαίοις, Εὐρ. Ἴων 500, (εἰ καὶ ὁ Ἕρμανος περιορίζει τὴν σημασ. ταύτην εἰς τὸ αὔλειος ὡς ἐπιθέτου τοῦ ὀνόματος αὐλή, παράγει δὲ τὸ αὔλιος ἐκ τοῦ αὐλός)· - ἀλλ’ ἀστὴρ αὔλιος, εἶναι ὁ ἔσπερος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ὁποίου ἀποσύρονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν, «αὔλιον ἀστέρα τὸν ἕσπερον λέγει, ἢ παρὰ τὸ αὐλίζεσθαι, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι, ἢ παρὰ τὸ ἐν αὐλαῖς διατρίβειν καθ’ ἥν ὥραν ὁ ἕσπερος ἀνατέλλει» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1630, Καλλιμ. Ἀποσπ. 465 (Blomf.). II. αὔλιος θύρα = αὔλειος, Μένανδ. ἐν «Ἱερείᾳ» 2.
Greek Monolingual
αὔλιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί
2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» — ο αποσπερίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β' συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα από -αυλος της λ. αυλός, των οποίων όμως η σημασία είναι τελείως διαφορετική, πρβλ. συναυλία (αυλή) «η συζυγική συμβίωση», συναυλία (αυλός) «συμφωνία αυλών».
ΣΥΝΘ. αρχ. απαυλία, αγραυλία, δυσαυλία, επαύλιον, θυραυλία, μοναυλία, ομαυλία, συναυλία.
Greek Monotonic
αὔλιος: -α, -ον (αὐλή), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.