ξενοδοκέω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenodokeo | |Transliteration C=ksenodokeo | ||
|Beta Code=cenodoke/w | |Beta Code=cenodoke/w | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[ξεινοδοκέω]],<br><span class="bld">A</span> [[entertain guests]] or [[strangers]]. [[Herodotus|Hdt.]]6.127, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''552, ''AP''10.16 (Theaet.), etc.:—later ξενο-δοχέω, ''1 Ep.Ti.''5.10, Max. Tyr.32.9, ''Cod.Just.''1.3.45.1b.<br><span class="bld">II</span> [[testify]], Pi.''Fr.''311:—Med., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0277.png Seite 277]] u. [[ξενοδοχέω]], ion. u. ep. [[ξεινοδοκέω]], Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε [[δαίμων]], Pind. frg. 278, wo es = [[μαρτυρέω]] sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0277.png Seite 277]] u. [[ξενοδοχέω]], ion. u. ep. [[ξεινοδοκέω]], Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε [[δαίμων]], Pind. frg. 278, wo es = [[μαρτυρέω]] sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ξενοδοκῶ]] :<br />[[accueillir les étrangers]].<br />'''Étymologie:''' *ξενοδόκος, v. [[ξενοδόχος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενοδοκέω:''' ион. [[ξεινοδοκέω]]<br /><b class="num">1)</b> оказывать гостеприимство, радушно принимать у себя (πάντας ἀνθρώπους Her.);<br /><b class="num">2)</b> (= [[μαρτυρέω]]) свидетельствовать Pind. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενοδοκέω''': Ἰων. ξεινο-, [[ὑποδέχομαι]], περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. [[ξενοδοχέω]], Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. [[ξενοδόκος]]. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278. | |lstext='''ξενοδοκέω''': Ἰων. ξεινο-, [[ὑποδέχομαι]], περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. [[ξενοδοχέω]], Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. [[ξενοδόκος]]. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ξενοδοκέω]] | |sltr=[[ξενοδοκέω]] be [[hospitable]] met. Apollon., Lexic. [[Homer]]., 117. 25B., ὁ δὲ Πίνδαρος· ξεινοδόκησέν τε [[δαίμων]], ἀντὶ τοῦ ἐμαρτύρησε (cf. [[Simonides]], fr. 51D) fr. 311. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενοδοκέω:''' Ιων. ξεινο-, [[περιποιούμαι]] φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., [[ξενοδοχέω]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ξενοδοκέω:''' Ιων. ξεινο-, [[περιποιούμαι]] φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., [[ξενοδοχέω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ξενοδοκέω]],<br />ionic ξεινο-, to [[entertain]] guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in [[late]] Gr. [[ξενοδοχέω]], NTest. [from [[ξενοδόκος]] | |mdlsjtxt=[[ξενοδοκέω]],<br />ionic ξεινο-, to [[entertain]] guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in [[late]] Gr. [[ξενοδοχέω]], NTest. [from [[ξενοδόκος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:55, 25 October 2024
English (LSJ)
Ion. ξεινοδοκέω,
A entertain guests or strangers. Hdt.6.127, E.Alc.552, AP10.16 (Theaet.), etc.:—later ξενο-δοχέω, 1 Ep.Ti.5.10, Max. Tyr.32.9, Cod.Just.1.3.45.1b.
II testify, Pi.Fr.311:—Med., Hsch.
German (Pape)
[Seite 277] u. ξενοδοχέω, ion. u. ep. ξεινοδοκέω, Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε δαίμων, Pind. frg. 278, wo es = μαρτυρέω sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419.
French (Bailly abrégé)
ξενοδοκῶ :
accueillir les étrangers.
Étymologie: *ξενοδόκος, v. ξενοδόχος.
Russian (Dvoretsky)
ξενοδοκέω: ион. ξεινοδοκέω
1) оказывать гостеприимство, радушно принимать у себя (πάντας ἀνθρώπους Her.);
2) (= μαρτυρέω) свидетельствовать Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδοκέω: Ἰων. ξεινο-, ὑποδέχομαι, περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. ξενοδοχέω, Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. ξενοδόκος. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278.
English (Slater)
ξενοδοκέω be hospitable met. Apollon., Lexic. Homer., 117. 25B., ὁ δὲ Πίνδαρος· ξεινοδόκησέν τε δαίμων, ἀντὶ τοῦ ἐμαρτύρησε (cf. Simonides, fr. 51D) fr. 311.
Greek Monotonic
ξενοδοκέω: Ιων. ξεινο-, περιποιούμαι φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., ξενοδοχέω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ξενοδοκέω,
ionic ξεινο-, to entertain guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in late Gr. ξενοδοχέω, NTest. [from ξενοδόκος