πηγαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pigaios
|Transliteration C=pigaios
|Beta Code=phgai=os
|Beta Code=phgai=os
|Definition=α, ον, also ος, ον E.''Alc.''99(lyr.):—<br><span class="bld">A</span> [[from a spring]], ὕδατα Hp.Aër.8; <b class="b3">π. ῥέος</b> [[spring-water]], A.''Ag.''901; χέρνιψ E. l. c.; <b class="b3">π. ἄχθος</b> a weight [[of water]], Id.''El.''108; <b class="b3">π. κόραι</b> [[water]] Nymphs, Id.''Rh.''929; <b class="b3">π. ὕδωρ, ὕδατα</b>, Pl.''Lg.''845e, ''Criti.''113e; opp. [[συλλογιμαῖα]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b25: metaph., [[belonging to the primal source]], Dam.''Pr.''96. Adv. [[πηγαίως]] Procl.''in Prm.''p.566S.<br><span class="bld">II</span> [[πηγαῖον]], τό, = [[ἀρδάνιον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
|Definition=α, ον, also ος, ον [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''99(lyr.):—<br><span class="bld">A</span> [[from a spring]], ὕδατα Hp.Aër.8; <b class="b3">π. ῥέος</b> [[spring-water]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''901; χέρνιψ E. l. c.; <b class="b3">π. ἄχθος</b> a weight [[of water]], Id.''El.''108; <b class="b3">π. κόραι</b> [[water]] Nymphs, Id.''Rh.''929; <b class="b3">π. ὕδωρ, ὕδατα</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''845e, ''Criti.''113e; opp. [[συλλογιμαῖα]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b25: metaph., [[belonging to the primal source]], Dam.''Pr.''96. Adv. [[πηγαίως]] Procl.''in Prm.''p.566S.<br><span class="bld">II</span> [[πηγαῖον]], τό, = [[ἀρδάνιον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:55, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγαῖος Medium diacritics: πηγαῖος Low diacritics: πηγαίος Capitals: ΠΗΓΑΙΟΣ
Transliteration A: pēgaîos Transliteration B: pēgaios Transliteration C: pigaios Beta Code: phgai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Alc.99(lyr.):—
A from a spring, ὕδατα Hp.Aër.8; π. ῥέος spring-water, A.Ag.901; χέρνιψ E. l. c.; π. ἄχθος a weight of water, Id.El.108; π. κόραι water Nymphs, Id.Rh.929; π. ὕδωρ, ὕδατα, Pl.Lg.845e, Criti.113e; opp. συλλογιμαῖα, Arist.Mete.353b25: metaph., belonging to the primal source, Dam.Pr.96. Adv. πηγαίως Procl.in Prm.p.566S.
II πηγαῖον, τό, = ἀρδάνιον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 608] Eur. auch 2 Endgn, von, aus, bei der Quelle; ῥέος, Aesch. Ag. 875; πηγαῖον χέρνιβα, Eur. Alc. 99; πηγαίαις κόραις, Rhes. 929; ὕδατα πηγαῖα, Plat. Critia. 113 e, wie Pol. 10, 28, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
de source, qui coule d'une source ou d'une fontaine.
Étymologie: πηγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηγαῖος -α -ον [πηγή] van een bron, bron-.

Russian (Dvoretsky)

πηγαῖος: и
1 взятый из источника, ключевой (ὕδωρ Plat.; χέρνιψ Eur.): πεγαῖον ἄχθος Eur. ноша, т. е. сосуд с ключевой водой;
2 живущий у источников, водяной (κόραι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πηγαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· (πηγή)· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. ῥέος, ὕδωρ ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· χέρνιψ Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. ἄχθος, ἀγγεῖον πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. ὕδωρ, ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-α, -ο / πηγαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῖα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῖον ἄχθος» — αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ.
γ. «πηγαῖον ῥέος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από πηγή, αυθόρμητος, αβίαστος, γνήσιος (α. «πηγαίο ταλέντο» β. «πηγαία καλοσύνη»)
μσν.-αρχ.
εκείνος που ανήκει στην πρώτη πηγή, που προέρχεται από τον θεό
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγαῖον (κατά τον Ησύχ.) «αρδάνιον»
2. φρ. «πηγαῖαι Κόραι» — οι Νύμφες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραίος)].

Greek Monotonic

πηγαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (πηγή), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πηγάδι, πηγαῖον ῥέος, νερό από την πηγή, σε Αισχύλ.· πηγαῖον ἄχθος, το βάρος ενός δοχείου με νερό, σε Ευρ.· πηγαῖαι κόραι, Νύμφες των υδάτων, στον ίδ.

Middle Liddell

πηγαῖος, η, ον πηγή
of or from a well, π. ῥέος spring-water, Aesch.; π. ἄχθος a weight of water, Eur.; π. κόραι water Nymphs, Eur.

English (Woodhouse)

of a fountain, of a spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)