Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐραγός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0416.png Seite 416]] den Nachtrab, die Nachhut führend, in dem [[ὄρθιος]] [[λόχος]] der letzte Mann, welcher, wenn Kehrt gemacht wird, die Stelle des Lochagen vertritt u. diesem im Range zunächst steht, Xen. Cyr. 2, 3, 22 An. 4, 3, 26; Pol. 6, 35, 8 u. Sp. – Uebh. das letzte Ende, οὐραγοὶ τῶν καρπίμων, die Spitzen der Halme, woran die Aehren sitzen, Ael. H. A. 1, 43, wenn nicht die Lesart der mss. οὐραχούς auf οὐριάχους führt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0416.png Seite 416]] den Nachtrab, die Nachhut führend, in dem [[ὄρθιος]] [[λόχος]] der letzte Mann, welcher, wenn Kehrt gemacht wird, die Stelle des Lochagen vertritt u. diesem im Range zunächst steht, Xen. Cyr. 2, 3, 22 An. 4, 3, 26; Pol. 6, 35, 8 u. Sp. – Übh. das letzte Ende, οὐραγοὶ τῶν καρπίμων, die Spitzen der Halme, woran die Aehren sitzen, Ael. H. A. 1, 43, wenn nicht die Lesart der mss. οὐραχούς auf οὐριάχους führt.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 06:39, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾱγός Medium diacritics: οὐραγός Low diacritics: ουραγός Capitals: ΟΥΡΑΓΟΣ
Transliteration A: ouragós Transliteration B: ouragos Transliteration C: ouragos Beta Code: ou)rago/s

English (LSJ)

ὁ, (οὐρά, ἄγω)
A leader of the rearguard, X.An. 4.3.26, Cyr.2.3.22, Plb.6.24.2 and 35.6.
2 rear man in λόχος, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.1, Arr.Tact.5.4.
3 in cavalry, rear man in ῥόμβος, Ascl.Tact.7.2.
4 one of the ἔκτακτοι attached to a τάξις, ib.2.9, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.4; to a ἑκατονταρχία of light-armed troops, Ascl.Tact.6.3.

German (Pape)

[Seite 416] den Nachtrab, die Nachhut führend, in dem ὄρθιος λόχος der letzte Mann, welcher, wenn Kehrt gemacht wird, die Stelle des Lochagen vertritt u. diesem im Range zunächst steht, Xen. Cyr. 2, 3, 22 An. 4, 3, 26; Pol. 6, 35, 8 u. Sp. – Übh. das letzte Ende, οὐραγοὶ τῶν καρπίμων, die Spitzen der Halme, woran die Aehren sitzen, Ael. H. A. 1, 43, wenn nicht die Lesart der mss. οὐραχούς auf οὐριάχους führt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
commandant de l'arrière-garde.
Étymologie: οὐρά, ἡγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾱγός:начальник арьергарда Xen., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾱγός: ὁ, (οὐρά, ἡγέομαι) ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὀπισθοφυλακίας, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 26, Κύρ. 2. 3, 22, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐραγός˙ τῆς οὐρᾶς ὁ ἔσχατος ἡγεμών. καὶ τοῦ εὐωνύμου κέρατος φύλαξ. ὁ δὲ τοῦ δεξιοῦ δεξιοφύλαξ».

Greek Monolingual

ο (Α οὐραγός)
1. ο αρχηγός της ουραγίας, της οπισθοφυλακής
2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη
νεοελλ.
1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία
2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής
3. μτφ. ο αχώριστος σύντροφος κάποιου ή, γενικά, ο οπαδός πολιτικής κίνησης, σε αντιδιαστολή προς τον πρωτοπόρο ή τον ηγέτη της
4. ανατ. ο ουραχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + -ᾱγός (< ἄγω), πρβλ. λοχαγός].

Greek Monotonic

οὐρᾱγός: ὁ (ἡγέομαι), αρχηγός της οπισθοφυλακής, σε Ξεν.

Middle Liddell

οὐρ-ᾱγός, οῦ, ὁ, ἡγέομαι
leader of the rear-guard, Xen.

English (Woodhouse)

one who brings up the rear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὁ ἀρχηγός τῆς ὀπισθοφυλακῆς). Ἀπό τό οὐρά + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.