ζοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zofodis
|Transliteration C=zofodis
|Beta Code=zofw/dhs
|Beta Code=zofw/dhs
|Definition=ες,= ζοφοειδής, οὖρον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>570</span>; θάλαττα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span> 944b22</span>; [[ἀήρ]] ib.<span class="bibl">946a34</span> (Sup.), cf. Vett. Val.<span class="bibl">312.32</span>; ([[σελήνη]]) <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Sign.</span>12</span>; Βόσπορος <span class="bibl">Str.1.2.9</span>; Εὖρος <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>20</span>; [[opaque]], <span class="bibl">Cleom. 1.4</span>.
|Definition=ζοφῶδες, = [[ζοφοειδής]], οὖρον Hp.''Coac.''570; θάλαττα Arist.''Pr.'' 944b22; [[ἀήρ]] ib.946a34 (Sup.), cf. Vett. Val.312.32; ([[σελήνη]]) [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''12; Βόσπορος Str.1.2.9; Εὖρος App.''Hann.''20; [[opaque]], Cleom. 1.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />obscur, trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ζόφος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[obscur]], [[trouble]].<br />'''Étymologie:''' [[ζόφος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''ζοφώδης:''' [[потемневший]], [[мрачный]], [[темный]] Arst., Plut., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ζοφώδης]], -ες) [[ζόφος]]<br />αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] βυθισμένος στο [[σκοτάδι]] της [[πλάνης]] και της αμάθειας, [[γεμάτος]] προκαταλήψεις, [[αμόρφωτος]], [[αδιαφώτιστος]].
|mltxt=-ες (AM [[ζοφώδης]], -ες) [[ζόφος]]<br />αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] βυθισμένος στο [[σκοτάδι]] της [[πλάνης]] και της αμάθειας, [[γεμάτος]] προκαταλήψεις, [[αμόρφωτος]], [[αδιαφώτιστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζοφώδης:''' [[потемневший]], [[мрачный]], [[темный]] Arst., Plut., Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφώδης Medium diacritics: ζοφώδης Low diacritics: ζοφώδης Capitals: ΖΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: zophṓdēs Transliteration B: zophōdēs Transliteration C: zofodis Beta Code: zofw/dhs

English (LSJ)

ζοφῶδες, = ζοφοειδής, οὖρον Hp.Coac.570; θάλαττα Arist.Pr. 944b22; ἀήρ ib.946a34 (Sup.), cf. Vett. Val.312.32; (σελήνη) Thphr. Sign.12; Βόσπορος Str.1.2.9; Εὖρος App.Hann.20; opaque, Cleom. 1.4.

German (Pape)

[Seite 1140] ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
obscur, trouble.
Étymologie: ζόφος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.

Russian (Dvoretsky)

ζοφώδης: потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ζοφώδης: -ες, = ζοφοειδής, Ἱππ. 213C, Ἀριστ. Προβλ. 26, 37, 53.

English (Slater)

ζοφώδης ? dark Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν ὕδωρ ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.

Greek Monolingual

-ες (AM ζοφώδης, -ες) ζόφος
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός
μσν.
μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι της πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος.