σκευωρία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skevoria
|Transliteration C=skevoria
|Beta Code=skeuwri/a
|Beta Code=skeuwri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">care of baggage</b>, etc., <span class="bibl">Poll.10.15</span>: generally, <b class="b2">great care, excessive care</b>, σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>631b15</span>, etc.; <b class="b3">ἡ περὶ ταῦτα σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>718a33</span>; σ. γίγνεται περί τι <span class="bibl">Philem.61</span>; <b class="b2">critical nicety</b> or [[elaboration]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>25</span>; σ. διθυραμβική <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>29</span>; <b class="b3">τεχνική</b> ib.<span class="bibl">5</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.65 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[knavery]], [[intrigue]], <span class="bibl">D.55.2</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>25</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dio</span> 30</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[care of baggage]], etc., Poll.10.15: generally, [[great care]], [[excessive care]], σκευωρίαν ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''631b15, etc.; <b class="b3">ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία</b> Id.''GA''718a33; σκευωρία γίγνεται περί τι Philem.61; [[critical]] [[nicety]] or [[elaboration]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25; σκευωρία διθυραμβική Id.''Th.''29; [[τεχνική]] ib.5, cf. Phld.''Rh.''1.65 S.<br><span class="bld">II</span> [[knavery]], [[intrigue]], D.55.2, Plu.''Lys.''25, ''Dio'' 30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; [[κατά]] τινος, Plut. Dion. 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ἡ, 1) [[Sorgfalt]], [[Emsigkeit]]; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer [[Anschlag]], [[List]], [[Betrug]], [[Tücke]]; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; [[κατά]] τινος, Plut. Dion. 30.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σκευωρία''': ἡ, προσοχὴ ἢ [[φύλαξις]] τῶν σκευῶν, κτλ., [[Πολυδ]]. Ι΄ 15· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[μεγάλη]] [[φροντίς]], ὑπερβολικὴ [[μέριμνα]], σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· περὶ [[ταῦτα]] [[σκευωρία]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται [[περί]] τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· [[λεπτότης]] κριτικὴ ἢ τεχνικὴ [[ἐπεξεργασία]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ [[αὐτόθι]] 5. II. [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[ῥᾳδιουργία]], Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[maniement]], [[mise en œuvre]] ; <i>en mauv. part</i> [[machination]], [[intrigue]].<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] [[achterbaks gedrag]], [[gemene streek]]:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας () :<br />maniement, mise en œuvre ; <i>en mauv. part</i> machination, intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
|elrutext='''σκευωρία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[заботливое отношение]] (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[происки]], [[хитрость]], [[коварство]], Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκευωρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, [[μεγάλη]] [[φροντίδα]], υπερβολική [[φροντίδα]], [[επαγρύπνηση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], [[απάτη]], σε Δημ.
|lsmtext='''σκευωρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, [[μεγάλη]] [[φροντίδα]], υπερβολική [[φροντίδα]], [[επαγρύπνηση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], [[απάτη]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκευωρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> заботливое отношение (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> происки, хитрость, коварство Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.
|lstext='''σκευωρία''': , προσοχὴ ἢ [[φύλαξις]] τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[μεγάλη]] [[φροντίς]], ὑπερβολικὴ [[μέριμνα]], σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ [[ταῦτα]] [[σκευωρία]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται [[περί]] τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· [[λεπτότης]] κριτικὴ ἢ τεχνικὴ [[ἐπεξεργασία]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ [[αὐτόθι]] 5. II. [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[ῥᾳδιουργία]], Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευωρία -ας, [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκευωρία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[attention]] to [[baggage]]: [[hence]], [[generally]], [[great]] [[care]], [[excessive]] [[care]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[fabrication]], [[knavery]], [[intrigue]], Dem. [from [[σκευωρός]]
|mdlsjtxt=[[σκευωρία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[attention]] to [[baggage]]: [[hence]], [[generally]], [[great]] [[care]], [[excessive]] [[care]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[fabrication]], [[knavery]], [[intrigue]], Dem. [from [[σκευωρός]]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[act of concocting]], [[act of fabricating]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, [[μεγάλη]] φροντίδα, [[πανουργία]]). Ἀπό τό ἐπίθ. [[σκευωρός]] → [[σκεῦος]] + [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σκευωρῶ, [[σκευώρημα]] (=[[ἀπάτη]]).
}}
}}

Latest revision as of 13:52, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευωρία Medium diacritics: σκευωρία Low diacritics: σκευωρία Capitals: ΣΚΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: skeuōría Transliteration B: skeuōria Transliteration C: skevoria Beta Code: skeuwri/a

English (LSJ)

ἡ,
A care of baggage, etc., Poll.10.15: generally, great care, excessive care, σκευωρίαν ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς Arist.HA631b15, etc.; ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία Id.GA718a33; σκευωρία γίγνεται περί τι Philem.61; critical nicety or elaboration, D.H.Comp.25; σκευωρία διθυραμβική Id.Th.29; τεχνική ib.5, cf. Phld.Rh.1.65 S.
II knavery, intrigue, D.55.2, Plu.Lys.25, Dio 30.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
maniement, mise en œuvre ; en mauv. part machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.

Russian (Dvoretsky)

σκευωρία:
1 заботливое отношение (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);
2 происки, хитрость, коварство, Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκαιωρία Α σκευωρός
δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών
2. πολύ μεγάλη φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα
3. κριτική λεπτότητα ή τεχνική επεξεργασία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».

Greek Monotonic

σκευωρία: ἡ,
I. φροντίδα, επιμέλεια των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, μεγάλη φροντίδα, υπερβολική φροντίδα, επαγρύπνηση, σε Αριστ.
II. τέχνασμα, δόλος, μηχανορραφία, απάτη, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευωρία: ἡ, προσοχὴ ἢ φύλαξις τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, καθόλου, μεγάλη φροντίς, ὑπερβολικὴ μέριμνα, σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται περί τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· λεπτότης κριτικὴ ἢ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ αὐτόθι 5. II. τέχνασμα, πανουργία, ῥᾳδιουργία, Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.

Middle Liddell

σκευωρία, ἡ,
I. attention to baggage: hence, generally, great care, excessive care, Arist.
II. fabrication, knavery, intrigue, Dem. [from σκευωρός

English (Woodhouse)

act of concocting, act of fabricating

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, μεγάλη φροντίδα, πανουργία). Ἀπό τό ἐπίθ. σκευωρόςσκεῦος + ὤρα (=φροντίδα), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σκευωρῶ, σκευώρημα (=ἀπάτη).