ἐναυξάνω: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enafksano | |Transliteration C=enafksano | ||
|Beta Code=e)nauca/nw | |Beta Code=e)nauca/nw | ||
|Definition=aor. 1 [[ἐνηύξησα]], [[increase]], ἐπιθυμίαν ἀρετῆς | |Definition=aor. 1 [[ἐνηύξησα]], [[increase]], ἐπιθυμίαν ἀρετῆς [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''12.9:—Pass., c. dat., [[grow in]]... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀέξομαι]], Emp.106. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:01, 7 November 2024
English (LSJ)
aor. 1 ἐνηύξησα, increase, ἐπιθυμίαν ἀρετῆς X.Cyn.12.9:—Pass., c. dat., grow in... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, v.l. for ἀέξομαι, Emp.106.
Spanish (DGE)
1 acrecentar, incrementar (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.Cyn.12.9.
2 intr., en v. med.-pas. crecer, acrecentarse c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.Or.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.Flacill.489.15.
German (Pape)
[Seite 830] (s. αὐξάνω), darin vermehren, wachsen lassen, οἱ πόνοι ἐπιθυμίαν ἀρετῆς ἐνηύξησαν Xen. Cyn. 12, 9. – Pass., darin zunehmen, τινί, Sp., wie Hdn. 2, 10, 6.
French (Bailly abrégé)
faire croître dans ; Pass. croître dans.
Étymologie: ἐν, αὐξάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναυξάνω: содействовать росту, увеличивать, усиливать (ἐπιθυμίαν ἀρετῆς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναυξάνω: κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· οὕτως ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.
Greek Monolingual
ἐναυξάνω (Α)
προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.)
2. παθ. ἐναυξάνομαι
μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐναυξάνω: μέλ. -αυξήσω, αυξάνω, μεγαλώνω, σε Ξεν.