νεογνός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(3b)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neognos
|Transliteration C=neognos
|Beta Code=neogno/s
|Beta Code=neogno/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νεόγονος]], [[παῖς]] <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>141</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>406</span>, <span class="bibl">Hdt.2.2</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.24</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1163</span> codd. (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>31</span>: in Att. Prose, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.21</span>: freq. of young beasts, ποίμνης νεογνὸν θρέμμα <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>495</span>; τὰ νεογνά <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>5.14</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>665b7</span>.</span>
|Definition=νεογνή, νεογνόν, = [[νεόγονος]], [[newborn]], [[παῖς]] ''h.Cer.''141, cf. ''h.Merc.''406, [[Herodotus|Hdt.]]2.2, Hp.''Aph.''3.24, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1163 codd. (lyr.), [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''31: in Att. Prose, X.''Oec.''7.21: freq. of young beasts, ποίμνης νεογνὸν θρέμμα E.''El.''495; τὰ νεογνά [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.14, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''665b7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0241.png Seite 241]] zsgzgn aus [[νεόγονος]], neugeboren; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; [[βρέφος]], Ion 31; [[θρέμμα]], El. 495; [[παιδία]], Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0241.png Seite 241]] zsgzgn aus [[νεόγονος]], [[neugeboren]]; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; [[βρέφος]], Ion 31; [[θρέμμα]], El. 495; [[παιδία]], Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[nouveau-né]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεογνός:''' HH, Aesch., Eur., Her., Xen. etc. стяж. к [[νεόγονος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεογνός''': -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[νεόγονος]], [[παῖς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· [[συχν]]. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.
|lstext='''νεογνός''': -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[νεόγονος]], [[παῖς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· συχν. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεογνός]], -όν, θηλ. και νεογνή)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[νεογνό]]<br />[[βρέφος]] ή ζώο που γεννήθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, το νεογέννητο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) το [[βρέφος]] έως το [[τέλος]] της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα και [[κυρίως]] για άλογα) αυτός που [[είναι]] [[μικρός]] σε [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο, [[αρτιγέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνός</i> (το μοναδικό συνθ. σε -<i>γνος</i> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>γν</i>- της ρίζας <i>γεν</i>- του <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεογνός]], -όν, θηλ. και νεογνή)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[νεογνό]]<br />[[βρέφος]] ή ζώο που γεννήθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, το νεογέννητο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) το [[βρέφος]] έως το [[τέλος]] της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα και [[κυρίως]] για άλογα) αυτός που [[είναι]] [[μικρός]] σε [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο, [[αρτιγέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνός</i> (το μοναδικό συνθ. σε -<i>γνος</i> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>γν</i>- της ρίζας <i>γεν</i>- του <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεογνός:''' -όν, συγκεκ. αντί [[νεόγονος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''νεογνός:''' -όν, συγκεκ. αντί [[νεόγονος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''νεογνός:''' HH, Aesch., Eur., Her., Xen. etc. стяж. к [[νεόγονος]].
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[newborn]]<br />See also: s. [[γίγνομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεογνός]], όν [contr. for [[νεόγονος]], Hdt., Aesch., etc.]
}}
{{FriskDe
|ftr='''νεογνός''': {neognós}<br />'''Meaning''': [[neugeboren]]<br />'''See also''': s. [[γίγνομαι]].<br />'''Page''' 2,304
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[new born]]
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογνός Medium diacritics: νεογνός Low diacritics: νεογνός Capitals: ΝΕΟΓΝΟΣ
Transliteration A: neognós Transliteration B: neognos Transliteration C: neognos Beta Code: neogno/s

English (LSJ)

νεογνή, νεογνόν, = νεόγονος, newborn, παῖς h.Cer.141, cf. h.Merc.406, Hdt.2.2, Hp.Aph.3.24, A.Ag.1163 codd. (lyr.), E.Ion31: in Att. Prose, X.Oec.7.21: freq. of young beasts, ποίμνης νεογνὸν θρέμμα E.El.495; τὰ νεογνά X.Cyn.5.14, Arist.PA665b7.

German (Pape)

[Seite 241] zsgzgn aus νεόγονος, neugeboren; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; βρέφος, Ion 31; θρέμμα, El. 495; παιδία, Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
nouveau-né.
Étymologie: νέος, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεογνός: HH, Aesch., Eur., Her., Xen. etc. стяж. к νεόγονος.

Greek (Liddell-Scott)

νεογνός: -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ νεόγονος, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - ὡσαύτως παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· συχν. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νεογνός, -όν, θηλ. και νεογνή)
το ουδ. ως ουσ. το νεογνό
βρέφος ή ζώο που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, το νεογέννητο
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) το βρέφος έως το τέλος της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του
μσν.
(για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που είναι μικρός σε ηλικία
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, αρτιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γνός (το μοναδικό συνθ. σε -γνος < μηδενισμένη βαθμίδα -γν- της ρίζας γεν- του γί-γν-ομαι)].

Greek Monotonic

νεογνός: -όν, συγκεκ. αντί νεόγονος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: newborn
See also: s. γίγνομαι.

Middle Liddell

νεογνός, όν [contr. for νεόγονος, Hdt., Aesch., etc.]

Frisk Etymology German

νεογνός: {neognós}
Meaning: neugeboren
See also: s. γίγνομαι.
Page 2,304

English (Woodhouse)

new born

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)