νυμφεῖος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nymfeios
|Transliteration C=nymfeios
|Beta Code=numfei=os
|Beta Code=numfei=os
|Definition=α, ον, also ος, ον E.''IA''131 (lyr.), ''AP''7.188 (Thall.):—<br><span class="bld">A</span> [[bridal]], [[nuptial]], [[λέχος|λέχη]] Simon. 124 B; εὐνά Pi.''N.''5.30, cf. E. [[l.c.]]; [[παστάς]] ''AP''l.c., cf. ''Supp.Epigr.'' 2.874 (Egypt): hence as [[substantive]]<br><span class="bld">1</span> [[νυμφεῖον]] (''[[sc.]]'' [[δῶμα]]), Ep. [[νυμφήϊον]] Call.''Del.''118: τό:—[[bridechamber]], S.''Ant.''891, 1205: in plural, Id.''Tr.''920.<br><span class="bld">2</span> [[νυμφεῖα]] (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), Ep. [[νυμφήϊα]] Mosch.2.159: τά:—[[nuptial rites]], [[marriage]], S.''Tr.''7; but<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου</b> thine own son's [[bride]], Id.''Ant.''568.
|Definition=α, ον, also ος, ον E.''IA''131 (lyr.), ''AP''7.188 (Thall.):—<br><span class="bld">A</span> [[bridal]], [[nuptial]], [[λέχος|λέχη]] Simon. 124 B; εὐνά Pi.''N.''5.30, cf. E. [[l.c.]]; [[παστάς]] ''AP''l.c., cf. ''Supp.Epigr.'' 2.874 (Egypt): hence as [[substantive]]<br><span class="bld">1</span> [[νυμφεῖον]] (''[[sc.]]'' [[δῶμα]]), Ep. [[νυμφήϊον]] Call.''Del.''118: τό:—[[bridechamber]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''891, 1205: in plural, Id.''Tr.''920.<br><span class="bld">2</span> [[νυμφεῖα]] (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), Ep. [[νυμφήϊα]] Mosch.2.159: τά:—[[nuptial rites]], [[marriage]], S.''Tr.''7; but<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου</b> thine own son's [[bride]], Id.''Ant.''568.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:52, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφεῖος Medium diacritics: νυμφεῖος Low diacritics: νυμφείος Capitals: ΝΥΜΦΕΙΟΣ
Transliteration A: nympheîos Transliteration B: nympheios Transliteration C: nymfeios Beta Code: numfei=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.IA131 (lyr.), AP7.188 (Thall.):—
A bridal, nuptial, λέχη Simon. 124 B; εὐνά Pi.N.5.30, cf. E. l.c.; παστάς APl.c., cf. Supp.Epigr. 2.874 (Egypt): hence as substantive
1 νυμφεῖον (sc. δῶμα), Ep. νυμφήϊον Call.Del.118: τό:—bridechamber, S.Ant.891, 1205: in plural, Id.Tr.920.
2 νυμφεῖα (sc. ἱερά), Ep. νυμφήϊα Mosch.2.159: τά:—nuptial rites, marriage, S.Tr.7; but
3 νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Id.Ant.568.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de fiancée, de jeune femme ; τὸ νυμφεῖον (δῶμα) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα (ἱερά) cérémonie nuptiale, ou la fiancée, la mariée.
Étymologie: νύμφη.

German (Pape)

auch 2 Endgn, zur Braut gehörig, bräutlich; νυμφείας εὐνᾶς, Pind. N. 5.30; νυμφείους εἰς ἀγκώνων εὐνάς, Eur. I.A. 131; – bes. τὸ νυμφεῖον, sc. δῶμα, Brautgemach, Soph. Ant. 882, vgl. 1190; – τὰ νυμφεῖα, sc. ἱερά, die Hochzeitsfeier, Hochzeit, Soph. Trach. 7, der aber Ant. 564 die Braut selbst so nennt, ἀλλὰ κτενεῖς νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου. Ion. νυμφήϊος.

Russian (Dvoretsky)

νυμφεῖος: и 2 свадебный, брачный (εὐναί Pind., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· (νύμφη)· - ἀνήκων εἰς νύμφην, νυμφικός, γαμήλιος, Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. δῶμα), τὸ, ὁ νυμφικὸς θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.
2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. ἱερά), τά, γαμήλιοι τελεταί, γάμος, αὐτόθιἀλλά, 3) νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, ἡ νύμφη τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051.

Greek Monolingual

νυμφεῖος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)
1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῖα λέχη», Σιμων.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῖον, επικ. τ. νυμφήϊον
νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῖα, επικ. τ. νυμφήϊα
α) γαμήλια τελετή, γάμος
β) νυφικός θάλαμος
γ) η νύφη («νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου», Σοφ.)
δ) τα πορνεία («νυμφεῖα πρὸς κηλωστὰ καρβάνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -εῖος (πρβλ. χαλκείος)].

Greek Monotonic

νυμφεῖος: -α, -ον και -ος, -ον (νύμφη
I. αυτός που αναφέρεται στη νύφη, νυφικός, γαμήλιος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. ως ουσ.,
1. νυμφεῖον (ενν. δῶμα), τό, νυφικό δωμάτιο, σε Σοφ.
2. νυμφεῖα (ενν. ἱερά), τά, γαμήλιες τελετές, γάμος, στον ίδ.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, η μέλλουσα σύζυγος του γιου σου, στον ίδ.

Middle Liddell

νυμφεῖος, η, ον νύμφη
I. of a bride, bridal, nuptial, Pind., Eur.
II. as substantive,
1. νυμφεῖον (sc. δῶμἀ, the bridechamber, Soph.
2. νυμφεῖα (sc. ἱερά), τά, nuptial rites, marriage, Soph.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Soph.