παρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=partheneyo
|Transliteration C=partheneyo
|Beta Code=parqeneu/w
|Beta Code=parqeneu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bring up as a maid</b>, π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>452</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>12.1</span>, etc.:—Pass., <b class="b2">lead a maiden life</b>, <span class="bibl">Hdt.3.124</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>648</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1637</span> ; <b class="b3">πολιὰ</b> (neut. pl.) <b class="b3">παρθενεύεται</b> <b class="b2">grows grey in maidenhood</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>283</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> intr. in Act., = Pass., <span class="bibl">Hld.7.8</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[bring up as a maid]], [[παρθενεύειν]] παῖδας ἐν δόμοις καλῶς [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''452, cf. Luc.''DMar.''12.1, etc.:—Pass., [[lead a maiden life]], [[Herodotus|Hdt.]]3.124, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''648, E.''Ph.''1637; (neut. pl.) [[πολιὰ παρθενεύεται]] = [[grows grey in maidenhood]], Id.''Hel.''283.<br><span class="bld">2</span> intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[παρθένος]]), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[παρθένος]]), a) activ., [[wie eine Jungfrau behandeln]], [[wie eine Jungfrau halten]]; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) [[παρθενεύομαι]], [[jungfräulich leben]], [[unschuldig sein]]; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=[[conserver vierge]], [[traiter comme étant vierge]], acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παρθενεύομαι]] = [[vivre vierge]], [[garder sa virginité]], [[être pur comme une vierge]].<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) [[grootbrengen]]:. [[παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς]] = [[de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen]] Eur. Suppl. 452. med.-pass. [[ongehuwd zijn]]:. [[τί παρθενεύῃ δαρόν]]; [[waarom blijf je zo lang ongehuwd]]? Aeschl. PV 648.
}}
{{elru
|elrutext='''παρθενεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[воспитывать в девственной чистоте]] (παῖδας Eur.);<br /><b class="num">2</b> med. [[сохранять девственную чистоту]] Her., Aesch., Eur.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για [[γυναίκα]]) [[διάγω]] παρθενικό βίο («ὦ [[κόρη]], τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου;» <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καλόγερος]] ή καλόγρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως μτβ.) [[ανατρέφω]] [[κορίτσι]] ως παρθένο, της [[δίνω]] σεμνή [[ανατροφή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρθενεύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) διακορεύομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αγνός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρθενεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παρθένος]]), [[ανατρέφω]] ως [[παρθένα]], σε Ευρ. — Παθ., [[διάγω]] βίο παρθενικό, [[παραμένω]] [[παρθένα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>πολιὰ</i> (ουδ. πληθ.) <i>παρθενεύεται</i>, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε [[παρθενία]], σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθενεύω''': ([[παρθένος]]) [[ἀνατρέφω]] ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις [[καλῶς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα [[θάλαμον]] ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., [[διάγω]] βίον παρθενικόν, [[διαμένω]] [[παρθένος]], Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ [[κόμη]] αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.
|lstext='''παρθενεύω''': ([[παρθένος]]) [[ἀνατρέφω]] ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις [[καλῶς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα [[θάλαμον]] ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., [[διάγω]] βίον παρθενικόν, [[διαμένω]] [[παρθένος]], Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ [[κόμη]] αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρθενεύομαι vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
|mdlsjtxt=fut. σω [[παρθένος]]<br />to [[bring]] up as a [[maid]], Eur.:—Pass. to [[lead]] a [[maiden]] [[life]], [[remain]] a [[maid]], Hdt., Aesch.; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows [[gray]] in [[maidenhood]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενεύω Medium diacritics: παρθενεύω Low diacritics: παρθενεύω Capitals: ΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: partheneúō Transliteration B: partheneuō Transliteration C: partheneyo Beta Code: parqeneu/w

English (LSJ)

A bring up as a maid, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.Supp.452, cf. Luc.DMar.12.1, etc.:—Pass., lead a maiden life, Hdt.3.124, A.Pr.648, E.Ph.1637; (neut. pl.) πολιὰ παρθενεύεται = grows grey in maidenhood, Id.Hel.283.
2 intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.

German (Pape)

[Seite 521] (παρθένος), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, wie eine Jungfrau halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;
Moy. παρθενεύομαι = vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.
Étymologie: παρθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) grootbrengen:. παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς = de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen Eur. Suppl. 452. med.-pass. ongehuwd zijn:. τί παρθενεύῃ δαρόν; waarom blijf je zo lang ongehuwd? Aeschl. PV 648.

Russian (Dvoretsky)

παρθενεύω:
1 воспитывать в девственной чистоте (παῖδας Eur.);
2 med. сохранять девственную чистоту Her., Aesch., Eur.

Greek Monolingual

ΜΑ παρθένος
1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου;» Αισχύλ.)
2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια
αρχ.
1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, της δίνω σεμνή ανατροφή
2. παθ. παρθενεύομαι
(για γυναίκα) διακορεύομαι
3. μτφ. είμαι αγνός.

Greek Monotonic

παρθενεύω: μέλ. -σω (παρθένος), ανατρέφω ως παρθένα, σε Ευρ. — Παθ., διάγω βίο παρθενικό, παραμένω παρθένα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πολιὰ (ουδ. πληθ.) παρθενεύεται, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε παρθενία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενεύω: (παρθένος) ἀνατρέφω ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., διάγω βίον παρθενικόν, διαμένω παρθένος, Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ κόμη αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.

Middle Liddell

fut. σω παρθένος
to bring up as a maid, Eur.:—Pass. to lead a maiden life, remain a maid, Hdt., Aesch.; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows gray in maidenhood, Eur.