ὀρθοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(13_5)
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthostatis
|Transliteration C=orthostatis
|Beta Code=o)rqosta/ths
|Beta Code=o)rqosta/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, (ἵστημι) <b class="b2">upright shaft, pillar</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1134</span>, <span class="bibl"><span class="title">HF</span>980</span> ; <b class="b2">building stones laid with their longest edges vertical</b>, IG12.372.60, al., 22.1668.19, 42(1).103.74, al.; <b class="b2">upright beam</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>74.8</span>, <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>162.14</span> ; <b class="b3">κλιμάκων ὀρθοστάτας</b> prob. cj. in <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>497</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">funeral monument with pillars</b>, Ath.Mitt.24.235 (Thyatira); so perh. in <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>547</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> a sort of sacrificial bread, <span class="bibl">Poll.6.73</span>, cf. Thphr. ap. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = <b class="b2">librarius</b>, Gloss.</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ<br><span class="bld">A</span>, ([[ἵστημι]]) [[upright shaft]], [[pillar]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1134, ''HF''980; [[building stones laid with their longest edges vertical]], IG12.372.60, al., 22.1668.19, 42(1).103.74, al.; [[upright beam]], Ph.''Bel.''74.8, Apollod.''Poliorc.''162.14; <b class="b3">κλιμάκων ὀρθοστάτας</b> prob. cj. in [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''497.<br><span class="bld">2</span> [[funeral monument with pillars]], Ath.Mitt.24.235 (Thyatira); so perhaps in E.''Hel.''547.<br><span class="bld">II</span> a sort of sacrificial bread, Poll.6.73, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ap. Porph.''Abst.''2.7.<br><span class="bld">III</span> = [[librarius]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] ὁ, der grade, aufrecht Stehende; eine Art Säulen, Eur. Ion. 1134; κλίμακες ὀρθοστάται, die grade, aufrecht stehende Leiter, Suppl. 513 (wo gew. ὀρθοστάτων accentuirt wird, was einen nomin. [[ὀρθόστατος]] voraussetzen würde). – Eine Art Opferkuchen, Poll. 6, 73, bei Todtenopfern gebräuchlich, Eur. Hel. 554, v. l. ὀρθοστάδες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] ὁ, der grade, aufrecht Stehende; eine Art Säulen, Eur. Ion. 1134; κλίμακες ὀρθοστάται, die grade, aufrecht stehende Leiter, Suppl. 513 (wo gew. ὀρθοστάτων accentuirt wird, was einen nomin. [[ὀρθόστατος]] voraussetzen würde). – Eine Art Opferkuchen, Poll. 6, 73, bei Todtenopfern gebräuchlich, Eur. Hel. 554, [[varia lectio|v.l.]] ὀρθοστάδες.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se tient droit ; <i>d'où subst.</i> ὁ [[ὀρθοστάτης]] :<br /><b>1</b> [[colonne]];<br /><b>2</b> gâteau qu'on offrait dans les sacrifices funéraires.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθοστάτης:''' ου (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[подпора]], [[колонна]] Eur.: κλιμάκων ὀρθοστάται Eur. приставные лестницы - [[varia lectio|v.l.]] ὀρθόοτατος;<br /><b class="num">2</b> [[погребальная лепешка]] (сжигавшаяся на могиле усопшего) Eur.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρθοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ [[ὄρθιος]] ἱστάμενος· [[ὄρθιος]] [[στῦλος]], [[κίων]] Εὐρ. Ἴων 1134, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 980, Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 60, 3510, καὶ ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 278. II. [[εἶδος]] πέμματος ἐν χρήσει εἰς ἐπικηδείους προσφοράς, ἐμπύρους τ’ ὀρθοστάτας Εὐρ. Ἑλ. 547. ― [[Κατὰ]] Πολυδ. Ϛ´, 73 «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀρθοστάτης]])<br />[[κάθε]] κατακόρυφο [[στήριγμα]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] όρθιο, [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) δίφωτος, [[τρίφωτος]] ή τετράφωτος [[λύχνος]] προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, [[λυχνοστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίονας]], [[στύλος]]<br /><b>2.</b> επιτύμβιο [[μνημείο]] με κίονες<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας που προσφερόταν [[κατά]] τις θυσίες [[προς]] τους νεκρούς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[μεσοστάτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθοστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται όρθιος· όρθιο [[ακόντιο]], όρθιος [[στύλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> είδος γλυκιάς πίτας που χρησιμοποιείτο σε επικήδειες προσφορές, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθο-στᾰ́της, ου, ὁ, [[στῆναι]]<br /><b class="num">I.</b> one who stands [[upright]]: an [[upright]] [[shaft]], [[pillar]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[sort]] of [[cake]] used in [[funeral]] oblations, Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pillar]]
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοστάτης Medium diacritics: ὀρθοστάτης Low diacritics: ορθοστάτης Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: orthostátēs Transliteration B: orthostatēs Transliteration C: orthostatis Beta Code: o)rqosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ
A, (ἵστημι) upright shaft, pillar, E.Ion1134, HF980; building stones laid with their longest edges vertical, IG12.372.60, al., 22.1668.19, 42(1).103.74, al.; upright beam, Ph.Bel.74.8, Apollod.Poliorc.162.14; κλιμάκων ὀρθοστάτας prob. cj. in E.Supp.497.
2 funeral monument with pillars, Ath.Mitt.24.235 (Thyatira); so perhaps in E.Hel.547.
II a sort of sacrificial bread, Poll.6.73, cf. Thphr. ap. Porph.Abst.2.7.
III = librarius, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 376] ὁ, der grade, aufrecht Stehende; eine Art Säulen, Eur. Ion. 1134; κλίμακες ὀρθοστάται, die grade, aufrecht stehende Leiter, Suppl. 513 (wo gew. ὀρθοστάτων accentuirt wird, was einen nomin. ὀρθόστατος voraussetzen würde). – Eine Art Opferkuchen, Poll. 6, 73, bei Todtenopfern gebräuchlich, Eur. Hel. 554, v.l. ὀρθοστάδες.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui se tient droit ; d'où subst.ὀρθοστάτης :
1 colonne;
2 gâteau qu'on offrait dans les sacrifices funéraires.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοστάτης: ου (ᾰ) ὁ
1 подпора, колонна Eur.: κλιμάκων ὀρθοστάται Eur. приставные лестницы - v.l. ὀρθόοτατος;
2 погребальная лепешка (сжигавшаяся на могиле усопшего) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ὄρθιος ἱστάμενος· ὄρθιος στῦλος, κίων Εὐρ. Ἴων 1134, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 980, Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 60, 3510, καὶ ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 278. II. εἶδος πέμματος ἐν χρήσει εἰς ἐπικηδείους προσφοράς, ἐμπύρους τ’ ὀρθοστάτας Εὐρ. Ἑλ. 547. ― Κατὰ Πολυδ. Ϛ´, 73 «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρθοστάτης)
κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος
νεοελλ.
(παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης
αρχ.
1. κίονας, στύλος
2. επιτύμβιο μνημείο με κίονες
3. είδος πίτας που προσφερόταν κατά τις θυσίες προς τους νεκρούς
4. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. μεσοστάτης].

Greek Monotonic

ὀρθοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (στῆναι),
I. αυτός που στέκεται όρθιος· όρθιο ακόντιο, όρθιος στύλος, σε Ευρ.
II. είδος γλυκιάς πίτας που χρησιμοποιείτο σε επικήδειες προσφορές, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀρθο-στᾰ́της, ου, ὁ, στῆναι
I. one who stands upright: an upright shaft, pillar, Eur.
II. a sort of cake used in funeral oblations, Eur.

English (Woodhouse)

pillar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)