δοριθήρατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dorithiratos
|Transliteration C=dorithiratos
|Beta Code=doriqh/ratos
|Beta Code=doriqh/ratos
|Definition=ον, [[hunted and taken by the spear]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>103</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Tr.</span>574</span> (lyr.).
|Definition=δοριθήρατον, [[hunted and taken by the spear]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''103 (anap.), ''Tr.''574 (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=(δορῐθήρᾱτος) -ον<br />[[capturado por las armas]], de pers. [[hecho prisionero por las armas]] δούλη ... λόγχης αἰχμῇ δ. E.<i>Hec</i>.103, de cosas σκύλοις τε Φρυγῶν δοριθηράτοις E.<i>Tr</i>.574.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῦλα Troad. 574.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῦλα Troad. 574.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[pris à la guerre]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], θηράομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δορῐθήρατος''': -ον, ὁ θηραθεὶς καὶ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἐκ. 105, Τρω. 574.
|lstext='''δορῐθήρατος''': -ον, ὁ θηραθεὶς καὶ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἐκ. 105, Τρω. 574.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pris à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], θηράομαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δορῐθήρᾱτος) -ον<br />[[capturado por las armas]], de pers. [[hecho prisionero por las armas]] δούλη ... λόγχης αἰχμῇ δ. E.<i>Hec</i>.103, de cosas σκύλοις τε Φρυγῶν δοριθηράτοις E.<i>Tr</i>.574.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορῐθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από [[δόρυ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δορῐθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από [[δόρυ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δορῐ-θήρᾱτος, ον <i>adj</i> [[θηράω]]<br />taken by the [[spear]], Eur.
|mdlsjtxt=δορῐ-θήρᾱτος, ον <i>adj</i> [[θηράω]]<br />taken by the [[spear]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐθήρᾱτος Medium diacritics: δοριθήρατος Low diacritics: δοριθήρατος Capitals: ΔΟΡΙΘΗΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dorithḗratos Transliteration B: dorithēratos Transliteration C: dorithiratos Beta Code: doriqh/ratos

English (LSJ)

δοριθήρατον, hunted and taken by the spear, E.Hec.103 (anap.), Tr.574 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δορῐθήρᾱτος) -ον
capturado por las armas, de pers. hecho prisionero por las armas δούλη ... λόγχης αἰχμῇ δ. E.Hec.103, de cosas σκύλοις τε Φρυγῶν δοριθηράτοις E.Tr.574.

German (Pape)

[Seite 658] mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῦλα Troad. 574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, θηράομαι.

Russian (Dvoretsky)

δοριθήρᾱτος: Eur. = δοριάλωτος.

Greek (Liddell-Scott)

δορῐθήρατος: -ον, ὁ θηραθεὶς καὶ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἐκ. 105, Τρω. 574.

Greek Monolingual

δοριθήρατος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο.

Greek Monotonic

δορῐθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από δόρυ, σε Ευρ.

Middle Liddell

δορῐ-θήρᾱτος, ον adj θηράω
taken by the spear, Eur.