νησίς: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νησίς]], ῖδος, [Dim. of [[νῆσος]]<br />an [[islet]], Hdt., Thuc. | |mdlsjtxt=[[νησίς]], ῖδος, [Dim. of [[νῆσος]]<br />an [[islet]], Hdt., Thuc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[νησίς]])<br />μικρό [[νησί]], [[νησάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερυψωμένη [[λωρίδα]] στη [[μέση]] και [[κατά]] [[μήκος]] [[δρόμων]] διπλής κατεύθυνσης, η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, [[χωρίς]] να κινδυνεύουν, για να περάσουν τα τροχοφόρα<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> μεμονωμένος [[λόφος]] που υψώνεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] εκτεταμένης πεδιάδας σαν [[νησί]] που αναδύεται από την [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τεχνητή [[νησίδα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[εξέδρα]], ειδική [[πλωτή]] μεταλλική [[κατασκευή]] μεγάλων διαστάσεων που έχει τη [[δυνατότητα]] να παραμένει μόνιμα σε οριζόντια [[θέση]] και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και για [[άντληση]] πετρελαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[κρηνίς]], [[σεληνίς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 16 November 2024
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, Dim. of νῆσος, islet, Hdt.8.76, 95, Th.8.14, Plb. 16.2.8, Str.1.3.18, Plu.Oth.10. [ῑ Call.Fr.524, Lyc.599, AP6.89 (Maec.), 9.413 (Antiphil.), D.P.479, etc.]
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite île, îlot.
Étymologie: νῆσος.
German (Pape)
ῖδος, ἡ, = νησίον; Her. 8.76, 95; Pol. 16.2.8; Plut. Alex. 60, Ant. 19; aus Qu.Maec. 8 (VI.89), ἀκταίης νησῖδος, Antiphil. 28 (IX.413), νησίς, ἀλλ' ὁμαλή, und Lycophr. 599 geht die Länge des ι hervor; vgl. Drac. p. 23.14, der aber 47.20 das ι auch als kurz erwähnt.
Russian (Dvoretsky)
νησίς: ῖδος и ίδος ἡ островок Her., Thuc., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νησίς: -ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Ἡρόδ. 8. 76, 95, Θουκ. 8. 14, κτλ. [γεν. νησῖδος Λυκόφρ. 599, Ἀνθ. Π. 6. 89, Διον. Π. 479, κτλ.: καὶ οὕτω λέγει ὁ Δράκων 23. 14, ἂν καὶ ἐν 47. 20 μνημονεύει τὴν λέξ. μετὰ ῐ].
Greek Monotonic
νησίς: -ῖδος, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
νησίς, ῖδος, [Dim. of νῆσος
an islet, Hdt., Thuc.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νησίς)
μικρό νησί, νησάκι
νεοελλ.
1. υπερυψωμένη λωρίδα στη μέση και κατά μήκος δρόμων διπλής κατεύθυνσης, η οποία είναι συνήθως πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, χωρίς να κινδυνεύουν, για να περάσουν τα τροχοφόρα
2. (γεωμορφ.) μεμονωμένος λόφος που υψώνεται πάνω από την επιφάνεια εκτεταμένης πεδιάδας σαν νησί που αναδύεται από την θάλασσα
3. φρ. «τεχνητή νησίδα»
τεχνολ. εξέδρα, ειδική πλωτή μεταλλική κατασκευή μεγάλων διαστάσεων που έχει τη δυνατότητα να παραμένει μόνιμα σε οριζόντια θέση και χρησιμοποιείται κυρίως για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και για άντληση πετρελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κρηνίς, σεληνίς)].