ἐπικλινής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(13)
(CSV import)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiklinis
|Transliteration C=epiklinis
|Beta Code=e)piklinh/s
|Beta Code=e)piklinh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sloping</b>, χωρίον <span class="bibl">Th.6.96</span>; λόφοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>45</span>; <b class="b3">ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά</b> <b class="b2">inclining</b>, <b class="b2">bending</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.22.1</span>; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span> 312</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">prone, inclined</b>, πρὸς τὸν Ἄρην <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.187b</span>; οικείωσις ἐ. πρός τινα <span class="bibl">Ph.1.252</span>. Adv. <b class="b3">-νῶς, ἔχειν πρός τι</b> ib.<span class="bibl">37</span>,al.</span>
|Definition=ἐπικλινές,<br><span class="bld">A</span> [[sloping]], [[χωρίον]] Th.6.96; λόφοι Plu.''Ant.''45; <b class="b3">ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά</b> [[inclining]], [[bending]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.''Fr.'' 312.<br><span class="bld">2</span>. [[prone]], [[inclined]], πρὸς τὸν Ἄρην Them.''Or.''15.187b; [[οἰκείωσις]] ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. [[ἐπικλινῶς]], ἔχειν πρός τι ib.37,al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0950.png Seite 950]] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ [[χωρίον]] καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von [[ὀρθός]], Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0950.png Seite 950]] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ [[χωρίον]] καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ὀρθός]], Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Übertr., ἐπικλινῶς ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικλίνω]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui penche vers]], [[qui s'incline]], [[qui se courbe]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικλίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικλινής]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], [[κατηφορικός]] («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτήρια, δέντρα, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν [[είναι]] [[κάθετος]], που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το ουδ. με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>το επικλινές</i><br />η [[επικλίνεια]], η [[ροπή]], η [[κλίση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τάση]], [[προδιάθεση]] για [[κάτι]], [[επιρρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικλινώς</i><br />σε επικλινή [[θέση]], [[πλάγια]], γερτά, [[λοξά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικλινής]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], [[κατηφορικός]] («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτήρια, δέντρα, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν [[είναι]] [[κάθετος]], που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το ουδ. με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>το επικλινές</i><br />η [[επικλίνεια]], η [[ροπή]], η [[κλίση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τάση]], [[προδιάθεση]] για [[κάτι]], [[επιρρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικλινώς</i><br />σε επικλινή [[θέση]], [[πλάγια]], γερτά, [[λοξά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικλῐνής:''' -ές (ἐπι-[[κλίνω]]), [[κατηφορικός]], κεκλιμένος, [[κατωφερής]], σε Θουκ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικλῐνής:'''<br /><b class="num">1</b> [[наклонный]], [[покатый]] ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[отвесный]], [[крутой]] ([[λόφος]] Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπικλῐνής, ές [[ἐπικλίνω]]<br />[[sloping]], Thuc., Plut.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sloping]], [[on an incline]], [[up hill]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[proclivis]]'', [[inclined]], [[favorable]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.96.2/ 6.96.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλινής Medium diacritics: ἐπικλινής Low diacritics: επικλινής Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: epiklinḗs Transliteration B: epiklinēs Transliteration C: epiklinis Beta Code: e)piklinh/s

English (LSJ)

ἐπικλινές,
A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr. CP 3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312.
2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οἰκείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. ἐπικλινῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.

German (Pape)

[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Gegensatz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Übertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, qui s'incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].

Greek Monotonic

ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλῐνής:
1 наклонный, покатый (χωρίον Thuc.);
2 отвесный, крутой (λόφος Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.

Middle Liddell

ἐπικλῐνής, ές ἐπικλίνω
sloping, Thuc., Plut.

English (Woodhouse)

sloping, on an incline, up hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

proclivis, inclined, favorable, 6.96.2.